Πήγα στο σουπερμάρκετ, μου λείπανε μερικά χρειώδη. Σε καλή διάθεση δεν ήμουν, ήταν πάλι ο βασανιστής ο νους που με μαστίγωνε με τα «αν» και «έτσι έπρεπε», «γιατί αυτό δεν είπες/δεν έκανες». Λυσσομανούσε το «Εγώ», όλο απαιτήσεις, παράπονα και «δεν με υπηρετείς καλά». Σκυφτός στο ταμείο να πληρώσω, πρώτα μου περνάει η υπάλληλος το ψωμί, μετά κάτι άλλο, μετά τίποτα, περιμένω τα άλλα ψώνια και αυτά δεν έρχονται. Σηκώνω το κεφάλι, με κοιτάει με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, περιεργάζεται την οδοντόκρεμα, σκέφτομαι ότι θα δυσκολεύεται να την περάσει, αλλά εκείνη με ρωτάει αν είναι καλή και πιάνουμε την κουβέντα. Όμορφη δεν θα την έλεγες, κάπως μακρύ πρόσωπο, δέρμα σκούρο, την κορμοστασιά της δεν τη διέκρινα καλά πίσω από το ταμείο, μα αυτή η γλύκα, αυτή η θηλυκότητα... αυτή η υποψία μυρωδιάς σαν ζεστό τσουρεκάκι. Έχει την ποιότητα μιας νεαρής ελιάς που στέκει στον κάμπο. Το μάτι δεν την πιάνει, μα λίγο να σε κοιτάξει, λίγο να σου μιλήσει, νοιώθεις μια φλόγα να σε καίει. Μιλάμε για οδοντόκρεμες ενόσω κοιταζόμαστε στα μάτια όταν μια μεσήλικη πελάτισσα την επιπλήττει από πίσω «Το διάλειμμά σου κάνεις κοριτσάκι μου;» Μου χαμογελάει και της χαμογελώ, μου περνάει τα υπόλοιπα ψώνια, της εύχομαι καλή συνέχεια και φεύγω, μα τώρα ο βασανιστής νους έχει λουφάξει. Να ήξερες τι δώρο, τι ανακούφιση μου έδωσες κορίτσι.
Περπατώ στην Πατησίων, μπροστά αλλάζουν μια σπασμένη τζαμαρία, από τα επεισόδια. Σταματώ, ένας ηλικιωμένος δίπλα μου δεν καταλαβαίνει, ο νεαρός εργάτης που σταματούσε τους περαστικούς χρειάζεται να επιμείνει, εκνευρίζεται, κάνει προσβλητικά σχόλια για τον ηλικιωμένο απευθυνόμενος στους άλλους εργάτες, «βάζουν το κεφάλι κάτω σαν τα ζώα και πάνε... μα δεν καταλαβαίνουν... τι χαζομάρα». Ο ηλικιωμένος κάπως διαμαρτύρεται μα απομακρύνεται, εγώ κοντοστέκομαι. «Γιατί έπρεπε να τον βρίσετε τον άνθρωπο; Γιατί τέτοια έλλειψη σεβασμού και ανάγκη μείωσης του άλλου; Εσείς δεν είστε ποτέ αφηρημένος στο δρόμο, δεν κάνετε ποτέ λάθη;». Με κοιτάζει αμήχανα, διαμαρτύρεται ότι τον είχε προειδοποιήσει, πάει να δικαιολογηθεί «Με το να βρίζετε κάνετε κάτι καλύτερο; Βελτιώνετε κάτι σε αυτό τον κόσμο; Λίγο σεβασμό μεταξύ μας, λίγη ευγένεια είναι αυτά που χρειαζόμαστε σήμερα» του λέω χαμογελώντας. Χαμογελά αμήχανα καθώς απομακρύνομαι. Να κατάλαβε κάτι άραγε; Ήταν νέος, ο κάτω τροχός της αμάξης, απολάμβανε την προσωρινή εξουσία πάνω στους άλλους, ενδεχομένως κάποια συμπλέγματα, ανάγκη επιβεβαίωσης (Επίσημος πικρόχολος σχολιαστής: μήπως αυτή κάνει και εσένα να γράφεις αυτό το ποστ;).
Όταν οι άλλοι πετούν δακρυγόνα, πέτρες, μολότοφ, καλύτερα εμείς να πετάμε τον καλό και δίκαιο λόγο, την καλή και δίκαιη πράξη, την ειρηνική καρδιά, όσο μπορούμε. Αυτά θεραπεύουν τον κόσμο. Εξάλλου, η γενικευμένη πολιτική απείθεια ή ακόμη και οι δημιουργικοί, συμβολικοί τρόποι διαμαρτυρίας είναι πιστεύω πιο αποτελεσματικά από τις μολότοφ και τις πέτρες, ιδίως όταν έχει κάποιος απέναντί του ένα τόσο αδύναμο και διεφθαρμένο κράτος. Το να σκορπά κάποιος ασχήμια δεν κάνει ομορφότερο τον κόσμο (Επίσημος πικρόχολος σχολιαστής: τι καλά που μας τα λες).
6 σχόλια:
15,59 η οδοντόκρεμα! μα τι οδοντόκρεμα χρησιμοποιείς βρε παιδί μου!
Παντού εκνευρισμός, στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, στο βιβλιοπωλείο, παντού.
Λείπει η υπομονή και το χαμόγελο.
Μα πάντα θα βρεθεί κάποιος να σου φτιάξει τη μέρα ή να σε υπερασπιστεί όταν χωρίς να έχεις κάνει τίποτα σε βρίζουν και σε προσβάλουν.
Αλλά αυτό ο κάποιος αρκεί;
Sousou, ήταν και τα άλλα ψώνια! :)
Librarian, ναι, παντού εκνευρισμός και εχθρότητα. Τι νομίζεις, είμαστε μια κοινωνία που μισεί τον εαυτό της, στους εαυτούς μας πετάμε τις μολότοφ. Δεν ξέρω αν πάντα βρίσκεται κάποιος, ποιος ξέρει αν αρκούν όσοι συμπεριφέρονται διαφορετικά, αλλά, τελικά, τις προοπτικές του κόσμου, το μέλλον, την ιστορία, όλα τα θεωρώ συμπτωματικά, όπως τα φυσικά φαινόμενα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι λίγη αλήθεια, στις πράξεις, στα λόγια, και ό,τι προκύψει. Αν αφήσουμε λίγο τα σακιά που κουβαλάμε, θα είμαστε καλύτερα.
Περαστικέ νομίζω πως πρέπει να επιστρέψεις στο σουπερμάρκετ, να δοκιμάσεις το ζεστό τσουρεκάκι...
Μας μεταμορφώνει μια καλή κουβέντα ή ένα ζεστό βλέμμα.
Δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε όσο και να το έχουμε ανάγκη γιατί έτσι αντέχουμε καλύτερα την ασχήμια γύρω μας.
Θα γυρνούσα για ένα βλέμμα που θα έκανε το βασανιστή νου να λουφάξει και ότι προέκυπτε.
ΜΦ
SWK, δεν πέφτω πουθενά με τα μούτρα, ίσως εκείνη η στιγμή να ήταν ανώτερη από κάθε συνέχεια. Γιατί να κυνηγώ τον κορεσμό και την απογοήτευση; Μυρίζω ένα λουλούδι, το χαίρομαι στο φυσικό περιβάλλον του, δεν θέλω να το κόψω κιόλας.
ΜΦ, πηγαίνω με τη ροή, δεν προσκολλώμαι πουθενά.
Δημοσίευση σχολίου