Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

ΕΞΩ ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΠΛΟΓΚ!!! (συνέχεια από το προηγούμενο)


Μπορεί να μην ξέρουμε ποιος είσαι, αλλά ξέρουμε τι είσαι.
Σε προτρέπω να κλείσεις αυτό το blog .
Προτείνω, σε όσους πιστεύουν ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι απαράδεκτες, να επισκεφτούν το blog της παραπάνω σύνδεσης και να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε αυτό με κάποιο τρόπο. Ας είναι μόνο με μία λέξη (ντροπή, αίσχος κ.λπ.). Επίσης, όπως πρότεινε ο fade στα σχόλια του προηγούμενου post, ας χρησιμοποιήσουν το flag.
ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΤΕΙΑ!

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

ΠΡΑΞΗ ΑΛΗΤΕΙΑΣ - UPDATED



Η αρπαγή του URL ενός blogger και η χρήση του ονόματός του (όχι κάποιου ψευδωνύμου) και της φωτογραφίας του για την εξαπόλυση μιας επίθεσης εναντίον του (http://parianos1.blogspot.com/), είναι μια πράξη ύψιστης αλητείας που ξεφεύγει από τα όρια του ανεκτού metablogging (κάτι που προσωπικά μισώ) και για την οποία οφείλουμε να πάρουμε όλοι θέση!

Γνωρίζετε, ότι ποτέ δεν με έχουν απασχολήσει θέματα αντιπαραθέσεων μεταξύ ιστολόγων. Θεωρώ τα blog χώρο προσωπικής έκφρασης και είμαι οπαδός του δόγματος "Let it be".

Αυτό όμως είναι αδύνατον να το ανεχθώ. Δεν γνωρίζω ακριβώς τι προηγήθηκε πέρα από μια οξεία κριτική της Mantalenas Parianos στο γνωστό Monitor.

Δεν υπάρχει όμως καμία δικαιολογίa για τέτοιου είδους ενέργειες.

Επειδή λοιπόν δεν πρέπει να κάνουμε πως κοιτάμε αλλού όταν ισοπεδώνουν κάποιον δίπλα μας, εάν υπάρχει ίχνος αξιοπρέπειας σε αυτή τη blogόσφαιρα (τι κακόηχη λέξη), ΑΠΑΙΤΩ να δω μια μαζική αντίδραση!

ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΤΕΙΑ!!!

UPDATE:

ΣΑΣ ΠΡΟΤΡΕΠΩ ΟΛΟΥΣ, ΠΕΡΑΝ ΟΠΟΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΑΣ Ή ΑΛΛΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΣΑΣ, ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΘΛΙΑ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΑΦΗΣΕΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΞΕΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΟ ΣΑΦΗ ΤΡΟΠΟ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ.

UPDATE2:

Έσβησαν τα σχόλια, άλλαξαν το κείμενο και παραποίησαν φωτογραφία και όνομα, η αλητεία παραμένει αναλλοίωτη.

Οφείλω να ομολογήσω πάντως, ότι ο νέος τίτλος είναι ιδιαίτερα επιτυχημένος, τους/του/της προσήκει. Χωρίς να το αντιληφθεί, ενδεχομένως, ο δημιουργός αυτής της τοποθεσίας αυτοχαρακτηρίστηκε. Τι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει κάποιος, από το να του βάλει αυτό τον τίτλο; Ίσως να είναι μια έμμεση, υποσυνείδητη παραδοχή.

Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006

Παντού μπορεί να κρύβεται ένα μαργαριτάρι, με την καλή έννοια


Πριν από πολύ καιρό είχα δει στην τηλεόραση (ευτυχώς όχι στον κινηματογράφο) το έργο "Η Επίλεκτη" (G.I. Jane) του Ρίντλεϊ Σκοτ - μάλλον η χειρότερη ταινία του - με πρωταγωνίστρια την Ντέμι Μουρ. Είναι μια από αυτές τις ταινίες που εξυμνούν τα ήθη και την εκπαίδευση του αμερικανικού στρατού (εγώ κατατάχθηκα για να σπουδάσω, πώς βρέθηκα στη Βαγδάτη;) και όπου κάθε αναποδιά και εμπόδιο αντιμετωπίζεται με το πείσμα και την πίστη στο στρατιωτικό ιδεώδες. Η πρωταγωνίστρια (ήδη αξιωματικός) έχει γινάτι να ενταχθεί στην πιο επίλεκτη μονάδα του αμερικανικού ναυτικού, Navy SEALS (κάπως σαν τα δικά μας Ο.Υ.Κ.). Μετά από πολλές δοκιμασίες και τρικλοποδιές από τον σκληρό εκπαιδευτή που είναι αποφασισμένος να την αναγκάσει να παραιτηθεί, τι έκπληξη, καταφέρνει να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της κερδίζοντας το σεβασμό όλων (αφού κουρευτεί γλόμπος και γίνει σαν τον Μπρους Γουίλις, αλλά στο πιο αρρενωπό - κάποια στιγμή απευθύνεται στον εκπαιδευτή της με τη φράση "Suck my dick!" ενώ ο υπόλοιπος λόχος ουρλιάζει με ενθουσιασμό).

Τι σημασία έχουν όμως όλα αυτά; Από όλη αυτή την ταινία, μου είχε μείνει στο νου κάτι σαν μικρό ποίημα που είχε πει ο σκληρός εκπαιδευτής στους νεοσύλλεκτους για να τους κάνει να "ψαρώσουν". Μου είχε προκαλέσει έκπληξη καθώς ξέφευγε από το γνωστό στιλ των στρατιωτικών σλόγκαν και αποφθεγμάτων. Στριφογύριζε για καιρό στο μυαλό μου. Υποψιάστηκα ότι πίσω από αυτό πρέπει να κρύβεται μια ξεχωριστή αξία και κάποια στιγμή αποφάσισα να αναζητήσω την προέλευσή του. Δικαιώθηκα, πρόκειται για ένα πολύ μικρό ποίημα του D.H. Lawrence και έχω τη χαρά να σας το προσφέρω, ο τίτλος του είναι self pity (Αυτολύπηση):

I never saw a wild thing sorry for itself. A bird will fall frozen dead from a bough without ever having felt sorry for itself.

(Ελεύθερα: Ποτέ δεν είδα αγρίμι να λυπάται τον εαυτό του. Ένα πουλί πέφτει παγωμένο από το κλαδί χωρίς ούτε για μια στιγμή να έχει λυπηθεί τον εαυτό του.)

Η υπόλοιπη ταινία δεν σας χρειάζεται.
(Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πώς τo ξέρουμε αυτό για τα αγρίμια; να θυμηθώ να ρωτήσω τη Λώρα).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ - 14/08/2006: Η ταινία ξαναπροβλήθηκε πρόσφατα, τυχαία έπεσα πάνω στην τελευταία σκηνή όπου πρόσεξα ότι πράγματι αναφέρεται ο ποιητής και το ποίημα (η πρωταγωνίστρια κρατά το βιβλίο και η κάμερα εστιάζει σε αυτό).

Σάββατο, Ιουνίου 17, 2006

Ανακοίνωσις


Ρίξτε μια ματιά εδώ. Μπορείτε να τα βοηθήσετε να βρουν σπίτι;

Παρασκευή, Ιουνίου 16, 2006

Σκέψεις, απόψεις και αφορισμοί περί παιδείας


Η παιδεία είναι συνυφασμένη με την ελευθερία, την πρωτοβουλία και τον πειραματισμό. Η ιδέα ενός θεσμικά κατοχυρωμένου μονοπωλίου για την παιδεία, έστω και κρατικού, με βρίσκει κάθετα αντίθετο.

Ναι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, κερδοσκοπικά και μη, είναι αδιάφορο. Αυτό που έχει σημασία είναι η δυνατότητα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση και των οικονομικά αδυνάτων, όχι το αν όλο το εκπαιδευτικό σύστημα θα έχει δημόσιο χαρακτήρα. Η παιδεία σήμερα στην Ελλάδα δεν έχει κανένα χαρακτήρα. Μοναδικό κριτήριο ενός εκπαιδευτικού συστήματος ή ιδρύματος είναι το τελικό αποτέλεσμα.

Ναι λοιπόν στην αξιολόγηση των πανεπιστημίων και του διδακτικού προσωπικού. Είμαι βέβαιος όμως ότι αν αυτή γίνει σωστά, θα πρέπει να "κοπούν" πολλά δημόσια πανεπιστήμια και να πάρουν πόδι πολλοί βολεμένοι καθηγητές.

Όχι στο χάος και στην ασυδοσία που επικρατεί σήμερα στα πανεπιστήμια. Τα σκάνδαλα ατασθαλιών στα πανεπιστήμια που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας εκτιμώ ότι είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Προσωπική εμπειρία από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Αγγλία: Η γραμματέας του πανεπιστημίου έρχεται και με ψάχνει. Ο κοσμήτορας (dean) της σχολής με χρειάζεται για να μεταφράζω κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που έχει με Έλληνα καθηγητή. Είναι εξοργισμένος διότι ο τύπος απαιτεί τα κονδύλια ενός κοινού προγράμματος που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση να κατατίθενται σε προσωπικό του λογαριασμό! (Ευτυχώς, τελικά βρέθηκε άλλος μεταφραστής και γλίτωσα από αυτό το δυσάρεστο έργο.) Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι είναι εύλογο ορισμένοι να μην θέλουν κανέναν έλεγχο μέσα στα πανεπιστήμια και το μαγαζάκι να παραμείνει μαγαζάκι. Ειρήσθω εν παρόδω, κάτι άλλο που μου είχε κάνει εντύπωση στην Αγγλία, ήταν η έλλειψη σοβαροφάνειας και η προσιτότητα του ακαδημαϊκού προσωπικού. Ακόμη και τον κοσμήτορα, για να τον δεις, αρκούσε να κτυπήσεις την πόρτα του (ένας άνετος τύπος που αν δεν συνέτρεχε κάποια επίσημη περίσταση ερχόταν με το τζιν του). Στην Ελλάδα, όλοι είναι εξαιρετικά σοβαροφανείς και δυσθεώρητοι, είναι καθηγηταράδες βλέπεις, φτάνει που φιλούν κατουρημένες ποδιές για να εκλεγούν στη θέση τους, μην τα ισοπεδώνουμε και όλα ε;

Άκουσα ότι οι καθηγητές που απεργούν πληρώνονται κανονικότατα. Αυτό με προσβάλλει ως φορολογούμενο ελεύθερο επαγγελματία με μηδενική προστασία και δικαιώματα, που πρέπει όμως να πληρώνω φόρους για τους μισθούς τους, το θεωρώ απαράδεκτο. Αν ζούσαμε σε κοινωνία πολιτών, αυτό θα ήταν αιτία έντονων αντιδράσεων.

Όχι στις κλίκες και τα διαπλεκόμενα κοματικοποιημένων φοιτητών - καθηγητικής νομενκλατούρας εντός των πανεπιστημίων. Όχι στη διάκριση των φοιτητών με βάση τις πολιτικές τους πεποιθήσεις (υπάρχουν καθηγητές που αποφασίζουν για το αν θα δώσουν συστατική επιστολή με αυτό το κριτήριο) . Όχι στις συναλλαγές για την ανάδειξη των διοικήσεων.

Ναι στην υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων. Όχι σε φοιτητές και καθηγητές που απουσιάζουν από τα αμφιθέατρα, οι μεν μη διδασκόμενοι ή δε μη διδάσκοντες.

Το ότι πολλά πανεπιστήμια εμφανίζουν εικόνα τεκέδων, χώρων ανεξέλεγκτης αφισοκόλλησης, χωματερής ή σπασμένων ουρητηρίων, και ενίοτε μυρίζουν και έτσι, δεν οφείλεται στην έλλειψη κονδυλίων, οφείλεται στη συμπεριφορά όσων φοιτούν σε αυτά.

Αντιλαμβάνομαι την πρεμούρα για τη διατήρηση του ασύλου. Εάν δεν υπήρχε, η αστυνομία θα μπορούσε να επεμβαίνει όταν οι δύστυχοι που κατοικούν κοντά σε αυτά διαμαρτύρονται για τη φασαρία από τα συχνά πάρτι που δίνουν οι νεολαίοι. Οι νόμοι για το άσυλο πρέπει να αλλάξουν ώστε να μην καλύπτονται από αυτό παράνομες πράξεις και εγκληματικά στοιχεία.

Πιο ξύλινο λόγο από αυτό των πολιτικών, μόνο από τους φοιτητές και τους εκπροσώπους τους έχω ακούσει. Ιδεοληψίες και αγραμματοσύνη.

Φυσικά και τα πανεπιστήμια πρέπει να συνεργάζονται με τις επιχειρήσεις. Είναι καλό και για την εκπαίδευση και για την οικονομία. Επίσης, φυσικά και πρέπει στα προγράμματα σπουδών να λαμβάνονται υπόψη ΚΑΙ οι ανάγκες της αγοράς. Μια βασική λειτουργία των ανωτάτων σχολών, ιδίως των εφαρμοσμένων επιστημών, είναι να παρέχουν στελέχη που μπορούν να προσφέρουν στην παραγωγή και στη δημιουργία πλούτου.

Θεωρώ αυτές τις κινητοποιήσεις αίσχη. Ένα κατεστημένο και νεολαίοι με ιδέες προκάτ προσπαθούν να υπερασπιστούν για άλλη μια φορά τα "κεκτημένα" και το δικαίωμα να διαφεντεύουν το "μαγαζάκι"* τους, την παράγκα αν προτιμάτε.

Νομίζω ότι αυτό το οποίο υπερασπίζονται οι κινητοποιήσεις είναι μια παιδεία αδιαφοροποίητη (όλα τα πτυχία το ίδιο, όλοι το ίδιο, αναρωτιέμαι γιατί δεν διεκδικούν και την κατάργηση της βαθμολογίας) που καταλήγει σε ένα πτυχίο που ισοδυναμεί με ορισμένα μόρια για το διορισμό στο δημόσιο ή σε μια ημι-κρατική τράπεζα ή ΔΕΚΟ. Θέλουν ένα πανεπιστήμια που θα παράγει δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς για να παράγουν άλλους δημόσιους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς ........................................................................

Με άλλα λόγια, δημόσιο φορ έβερ και στείλτε αλλού το λογαριασμό. Αν οι κινητοποιήσεις αναστείλουν και αυτή την προσπάθεια για να αλλάξει κάτι, έστω και με αυτές τις κολοβωμένες και δειλές μεταρρυθμίσεις, ο λογαριασμός θα έλθει κάποια στιγμή και θα είναι βαρύς (νομίζω ότι ήδη τον πληρώνουμε).

Θέλετε αληθινή επανάσταση; Θέλετε εγγυημένη επιτυχία; Ας ξεσηκωθούν όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ας αρνηθούμε να καταβάλουμε, όχι τέλος για την ΕΡΤ, αλλά φόρους και ΦΠΑ, αν δεν διορθωθούν τα κακώς κείμενα. Να δεις για πότε γονατίζει το άθλιο ντοβλέτι, χωρίς απεργίες, χωρίς διαδηλώσεις, χωρίς αίματα και φασαρίες.

Φτάνει πια με όλο αυτό το σκοτάδι! Η χώρα στενάζει κάτω από αυτό το καθεστώς Λεβιάθαν και τις στρεβλωμένες αξίες και τα εκτρωματικά κατεστημένα που γεννά. Δεν πρέπει να επιτραπεί η ανάσχεση των μεταρρυθμίσεων. Εάν πρέπει να απαιτηθεί κάτι, αυτό πρέπει να είναι να γίνουν ακόμη πιο τολμηρές.

Φυσικά, τα παραπάνω δεν αφορούν σε όλους τους καθηγητές και τους φοιτητές, παντού υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις.


* Δημόσιο λειτούργημα το οποίο διοριστήκαμε να επιτελούμε και θεωρούμε τσιφλίκι που κληρονομήσαμε από τον πατέρα μας και το νεμόμαστε όπως μας γουστάρει, με γνώμονα κυρίως το προσωπικό μας συμφέρον.

Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2006

Ακολουθεί ολίγος ερωτισμός

Δια κάποιον αδιευκρίνιστον λόγον, ήρεσε εις τας γυναίκας .
Τέλος ερωτισμού.

Δευτέρα, Ιουνίου 12, 2006

Γκρικ Χαρακίρι - μέρος 3ο (τελευταίο)

Η μέρα έφτασε. Το πρωί πήγε στο νεκροταφείο. Τα μνήματα κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, σε αυτή την πόλη οι νεκροί συνωστίζονται όσο και οι ζωντανοί. Σε κάθε κηδεία οι πενθούντες σχεδόν έπρεπε να πατούν πάνω στους γειτονικούς τάφους. Ολόγυρα το εμπόριο του θανάτου, ανθοπωλεία, γραφεία κηδειών, εκκλησίες, γιατροί και νοσοκομεία. Σε πουλάνε και σε αγοράζουν ζωντανό, σε πουλάνε και σε αγοράζουν πεθαμένο. Όποτε ερχόταν εδώ, μέχρι να φτάσει στο μνήμα του πατέρα του, πρόσεχε εδώ και εκεί ονόματα και ημερομηνίες, σε ορισμένους τάφους υπήρχαν και φωτογραφίες. Όποτε εντόπιζε τον τάφο κάποιου νέου ή νέας, προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν η ζωή τους λίγο πριν να πεθάνουν, ίσως το τελευταίο Σάββατο. Είχαν βγει άραγε με φίλους, είχαν διασκεδάσει σε πλήρη άγνοια της ειμαρμένης τους; Εκείνος τουλάχιστον ήξερε. "Περίμενε και μένα απόψε βαρκάρη," σκέφτηκε, "το βράδυ θα δειπνήσω στο βασίλειο των σκιών, θα δω την Περσεφόνη και τον Πειρίθου, καρφωμένο στον πέτρινο θρόνο του". "Βασίλειο των σκιών;" σκέφτηκε, "Και αυτό εδώ τι είναι; Το βασίλειο του φωτός;" Γέλασε από μέσα του. Έφτασε μπροστά στο μνήμα του πατέρα του.

Κάθισε για λίγο σιωπηλός. Ακούμπησε με το χέρι του την πλάκα σαν να μπορούσε να νοιώσει το άγγιγμά του. "Και εδώ, πατέρα, στην άκρη σε βάλανε." Δίπλα ήταν ο ψηλός τοίχος και παραδίπλα οι γραμμές του ηλεκτρικού. Κάθε πέντε λεπτά σειόταν ο τόπος. Ούτε εδώ λίγη ησυχία; Ούτε εδώ;! Κάθισε λίγες στιγμές έτσι, θυμήθηκε τα χρόνια τότε που είχε ακόμη ελπίδα μέσα του, τότε που πίστευε ότι ο κόσμος ήταν καλός και δίκαιος και οι κακοί υπήρχαν απλώς για να τιμωρούνται στο τέλος, ως μια απόδειξη του πόσο άψογα λειτουργούσαν όλα, όπως στα έργα και στα κινούμενα σχέδια. Τότε που ήταν παιδί και τον έπιαναν, ένας από κάθε χέρι, ο πατέρας και η μητέρα του. Θυμόταν ακόμη το ζεστό και σίγουρο χέρι του πατέρα και το άρωμα της μητέρας του, αυτή την αίσθηση την ένοιωθε σχεδόν πραγματικά κάθε στιγμή που την ανακαλούσε. Θυμόταν τις προσευχές που έκανε από μέσα του όταν ήταν μικρός, "Θεούλη μου μην του αφήσεις να πεθάνουν, ας πεθάνω πρώτα εγώ…" τι εγωιστικό.

Το απόγευμα, η μητέρα του είχε να επισκεφθεί μια φίλη της. Αυτό τον διευκόλυνε για να πάρει μαζί του το σάκο με το ξίφος χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει σε ερωτήσεις. "Μην ξεχάσεις ότι θα βγω και εγώ, ίσως να αργήσω αρκετά, μην ξενυχτήσεις περιμένοντάς με" της φώναξε καθώς εκείνη έφευγε. "Εντάξει Κωστάκη μου, να περάσεις καλά". Ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του.

Περίμενε λίγο και βγήκε και εκείνος με το σάκο στο χέρι. Περπατούσε προσέχοντας τα πάντα γύρω του, παρέες, ζευγάρια, βιτρίνες, κτίρια, αυτοκίνητα, γέλια… Ξαφνικά ο κόσμος δεν ήταν και τόσο αποκρουστικός, έβρισε από μέσα του, όχι, η απόφασή του ήταν ειλημμένη. Πήρε μια ανάσα περιμένοντας να μυρίσει μόνο καυσαέριο, αλλά είχε φτάσει μέχρι εδώ, μέχρι το κέντρο, μια υποψία θαλασσινής αύρας. Κούνησε το κεφάλι του. Συνέχισε σταθερά το δρόμο του. Κάπου συνάντησε μερικά αδέσποτα σκυλιά, ένα κατάμαυρο σκυλί αποσπάστηκε από την αγέλη και περπάτησε για λίγο δίπλα του. Συνέχισε να ανηφορίζει προς τον Λυκαβηττό. Σε ένα δρομάκι είδε να έρχεται από απέναντι μία από τις ωραιότερες γυναίκες που είχε δει ποτέ του. Φορούσε ένα αέρινο, κοντό φόρεμα, το δέρμα της ήταν λευκό, χωρίς ατέλειες, σαν από πεντελικό μάρμαρο, τα μακριά, πυρόξανθα μαλλιά της στεφάνωναν ένα υπέροχο πρόσωπο με κάπως αυστηρό βλέμμα, ήταν ψηλή, το σώμα της είχε ιδανικές αναλογίες και η κίνησή της είχε μια αβίαστη χάρη, σαν να περπατούσε από επιλογή, ενώ μπορούσε να πετάξει. "Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι θεές", σκέφτηκε κάπως κοινότοπα, "Μα ήταν θεά!" θυμήθηκε πού είχε ξαναδεί αυτά τα χαρακτηριστικά, ένα βιβλίο τέχνης, Μποτιτσέλι! Η γέννηση της Αφροδίτης! Καθώς πλησίαζαν περισσότερο τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της και το κάρφωσε στο βάθος του δρόμου.

Πριν προσπεράσουν ο ένας τον άλλο, εκείνη έστριψε για να διασχίσει το δρόμο και είδε την υπέροχη πλάτη της και την κίνηση των γοφών της. Αισθάνθηκε σαν να είχε βυθίσει ήδη το σπαθί στο στομάχι του. Το αίμα του παλλόταν δυνατότερα στις φλέβες του μετά από αυτή τη συνάντηση, η αδρεναλίνη είχε αυξηθεί στο αίμα του, τελικά ίσως αυτό να τον διευκόλυνε. Άρχισε να ανεβαίνει στο μονοπάτι του Λυκαβηττού. Συναντούσε κόσμο, ζευγάρια, αλλά ήξερε ότι στο μυστικό σημείο του θα ήταν μόνος. Κάποια στιγμή, ενώ δεν τον έβλεπε κανένας, βγήκε από το μονοπάτι, γλίστρησε λίγο προς τα κάτω, έστριψε και βρέθηκε πίσω από κάτι βράχια. Εδώ ήταν αθέατος από όσους περπατούσαν στο μονοπάτι. Κάθισε σε ένα βράχο και έμεινε να κοιτάζει την πόλη που απλωνόταν μπροστά του στα χρώματα του δειλινού.

Η Ακρόπολη στο βάθος ήταν μαγευτική. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και προσπάθησε να αδειάσει από κάθε σκέψη. Αφέθηκε να απολαύσει και την παραμικρή αίσθηση, ήταν ακόμη ζωντανός, σίγουρα δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο; Σίγουρα δεν υπήρχε ελπίδα; Μήπως η απόφασή του δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας παροδικής χημικής ανισορροπίας στον εγκέφαλό του; Μήπως είχε αυτοεγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο αρνητικότητας; Πόσο καλύτερα αισθανόταν τώρα, δεν θα μπορούσε, από αύριο κιόλας, να ξεκινήσει κάτι καλύτερο; Ήταν σίγουρος πως έπρεπε να το κάνει αυτό; Τώρα αισθανόταν δυνατός, η ζωή έμοιαζε πιο εύκολη. Αμέσως μετά όμως σκέφτηκε το γυρισμό του στο σπίτι, το μικρό διαμέρισμα, τη μυρωδιά της πολυκατοικίας, τους δαίμονες που θα τον στοίχειωναν πάλι μέσα σε εκείνους τους τοίχους, τη Δευτέρα που θα έψαχνε για δουλειά, το νοίκι που έπρεπε να πληρωθεί, το ελληνικό όνειρο που είχε απαρνηθεί - θέση στο δημόσιο και κινητό με κάμερα.

Τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος ήταν μαγευτικά, τα οπτικά εφέ της ρύπανσης. Άνοιξε το σάκο του, έβγαλε και έστρωσε στο χώμα μια λευκή πετσέτα και γονάτισε πάνω της, απόθεσε μπροστά του στο σπαθί, μέσα στη θήκη του. Έβγαλε το κοντομάνικο μπλουζάκι, το δίπλωσε σχεδόν τελετουργικά και το έβαλε στο σάκο. Πήρε ένα διπλωμένο λευκό ύφασμα και το έβαλε προσωρινά κάτω από το γόνατό του για να μην παρασυρθεί από κάποιο ξαφνικό φύσημα του αέρα. Έπιασε το σπαθί με τα δύο του χέρια και το κράτησε παράλληλα με το έδαφος, ψηλά, στο ύψος των ματιών του. Τράβηξε το σπαθί έξω από τη θήκη και η λεπίδα άστραψε δαιμονικά. Την τύλιξε προσεκτικά πολλές φορές με το ύφασμα, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο ένα τμήμα μήκους δέκα έως δεκαπέντε εκατοστών στην άκρη της. Έπιασε το σπαθί από το τμήμα της λεπίδας που καλυπτόταν από το ύφασμα και το ακούμπησε στο υπογάστριό του, στην αριστερή πλευρά του, σκοπεύοντας να το καρφώσει εκεί και να το σύρει προς τα δεξιά. Χαμογέλασε, έριξε μια τελευταία ματιά και έκλεισε τα μάτια του. Ένα, δύο…

Ξαφνικά, μία στιγμή πριν να σπρώξει μέσα του τη λεπίδα, αντιλήφθηκε κίνηση σε κάτι θάμνους, στα δεξιά του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να τον βρει κάποιος και να τον μεταφέρει σε κάποιο νοσοκομείο. Προσπάθησε να δει και να ακούσει προσεκτικά. Η παρουσία του μάλλον δεν είχε γίνει αντιληπτή ακόμη, αλλά είδε τους θάμνους να σείονται και άκουσε χυδαίες βρισιές. Πρώτα μια ανδρική φωνή "Έλα δω μωρή πουτάνα! Πού νομίζεις ότι πας να ξεφύγεις;!", μετά μια γυναικεία φωνή "Άσε με! Σε παρακαλώ άσε με! Σε ικετεύω!", ξανά ο άνδρας "Άστα αυτά μωρή! Ξέρω ότι το θέλεις! Έλα δω! Άνοιξε τα σκέλια σου!". Ακολούθησαν πνιχτοί ήχοι πάλης καθώς ο άνδρας μάλλον προσπαθούσε να ακινητοποιήσει το θύμα του.

Αισθάνθηκε να καταλαμβάνεται από οργή, η επιθυμία του να πάρει τη ζωή του μετατράπηκε σε ανθρωποκτόνο μανία. Τίποτα δεν μισούσε περισσότερο από το βιασμό, κάθε μορφής και είδους. Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και ξετύλιξε το ύφασμα από τη λεπίδα του ξίφους. "Θα πάρω παρέα μαζί μου!" σκέφθηκε και όρμησε σαν μανιασμένος κάπρος νοιώθοντας ήδη την οσμή του αίματος στα ρουθούνια του και σφυριά να κτυπάνε στα μηλίγγια του. Τέρμα οι φραγμοί! Τέρμα τα κιγκλιδώματα! Αυτή η λεπίδα διψάει για αίμα!

Όρμησε μέσα στους θάμνους, με το σπαθί στο χέρι, και εκεί, είδε τον άνδρα, που είχε κατεβάσει τα παντελόνια του και φαινόντουσαν τα αισχρά οπίσθιά του, ξαπλωμένο πάνω σε μια γυναίκα που πάλευε μάταια να ξεφύγει. Με τα χέρια του είχε ήδη ανεβάσει ψηλά τη φούστα της και πάλευε να εισχωρήσει μέσα της. Μπροστά σε αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα, ο Κώστας ένοιωσε ένα νέο κύμα οργής. Για μια στιγμή σκέφτηκε να καρφώσει κατευθείαν τη λεπίδα του ανάμεσα σε αυτά τα αισχρά οπίσθια, όπως ο Ούθερ Πέντραγκον είχε καρφώσει κάποτε το ιερό σπαθί εξκάλιμπερ μέσα στο βράχο για να το σύρει από εκεί αργότερα ο γιος του, ο Αρθούρος. Πετάχτηκε μπροστά, αλλά την τελευταία στιγμή, έβαλε απλώς την κοφτερή λεπίδα κάτω από το λαιμό του άνδρα, πιέζοντάς την στην καρωτίδα του.

"Καλησπέρα! Μάντεψε ποιος θα χάσει το κεφάλι του!" ούρλιαξε. Η γυναίκα έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, ο άνδρας προφανώς υπέστη κάποιο σοκ διότι δεν έβγαζε λέξη από το στόμα του. Τον κοιτούσε απλώς με ανοικτό στόμα και γουρλωμένα μάτια, έτσι, όπως στεκόταν από πάνω του, γυμνός από τη μέση και πάνω, με το σπαθί στο χέρι, αναμαλλιασμένος, με τα αγκάθια των θάμνων μέσα από τους οποίους όρμησε να έχουν αφήσει ματωμένες γραμμές πάνω στο σώμα του. Ο Κώστας κοιτούσε αγριεμένος, προσπαθώντας να αποφασίσει πώς θα τιμωρούσε αυτό τον άνδρα, θα ήθελε να του κόψει τα αρχίδια με μια σπαθιά, αλλά αυτό ήταν μάλλον πέρα από τις ικανότητές του, ίσως να αρκούσε απλώς να τον κατακρεουργήσει. "Κυρία μου, εσείς καλύτερα να φύγετε, θα φροντίσω εγώ αυτό το σκουπίδι!" είπε στη γυναίκα με κάποιο στόμφο.

Μετά από λίγες στιγμές, ο άνδρας προσπάθησε μάταια να ψελλίσει κάτι, ο φοβερός βιαστής ήταν τώρα ένα μίζερο, φοβισμένο ανθρωπάκι. Η γυναίκα όρθωσε βιαστικά τον κορμό της και τραβήχτηκε προς τα πίσω χειρονομώντας ικετευτικά και κλαίγοντας. Ήταν αυτή που μίλησε τελικά πρώτη "Όχι! Όχι! Μην τον πειράξεις! Σε παρακαλώ! Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Είναι ο άντρας μου! Είναι το παιχνίδι μας αυτό! Μηηηηη!" Ο Κώστας έμεινε αποσβολωμένος.

Λίγο αργότερα, τους κοιτούσε καθώς απομακρύνονταν αγκαλιασμένοι σφιχτά, σε κατάσταση σοκ ακόμη, παρηγορώντας ο ένας τον άλλο. Έπιασε με το αριστερό χέρι το πρόσωπό του, κρατώντας ακόμη το σπαθί στο δεξί. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Έσπασε το σπαθί στους βράχους, φόρεσε το κοντομάνικο, πήρε το σάκο και άφησε πίσω του το λόφο ενώ είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Παρακάτω, έσχισε την επιστολή και την έριξε σε ένα καλάθι απορριμμάτων. Έκανε να πετάξει και το σάκο σε ένα κάδο, αλλά σκέφθηκε ότι μπορεί να του φαινόταν χρήσιμος. Τελικά, ίσως τρεις -τέσσερις μέρες σε ένα νησί να μην ήταν τόσο άσχημη ιδέα.

Γέλασε, είχε απαλλαγεί τουλάχιστον από τη μίζερη δουλειά του στο υπουργείο! Κοίταξε γύρω του. Το βράδυ της Παρασκευής είναι πάντα τόσο μαγικό, εξάλλου ο βαρκάρης περιμένει πάντα!

ΖΕΥ ΠΑΤΕΡ, ΑΛΛΑ ΣΥ ΡΥΣΑΙ ΥΠ' ΥΕΡΟΣ ΥΙΑΣ ΑΧΑΙΩΝ, ΠΟΙΗΣΟΝ Δ' ΑΙΘΡΗΝ, ΔΟΣ Δ' ΟΦΘΑΛΜΟΙΣΙΝ ΙΔΕΣΘΑΙ· ΕΝ ΔΕ ΦΑΕΙ ΚΑΙ ΟΛΕΣΣΟΝ, ΕΠΕΙ ΝΥ ΤΟΙ ΕΥΑΔΕΝ ΟΥΤΩΣ.[1]
Ιλιάδα (Ρ 645)

[1] Δία πατέρα, απάλλαξε τους γιους των Αχαιών από το σκοτάδι, κάνε να βγει ο ήλιος, άσε τα μάτια μας να δούνε και μέσα στο φως σκότωσέ μας, αφού αυτό σε ευχαριστεί.

Σάββατο, Ιουνίου 10, 2006

Γκρικ Χαρακίρι - μέρος 2ο


Είχε σκοτεινιάσει πια. Προσπάθησε να διακρίνει κάποιο αστέρι στον ουρανό, παντού μια γκρι ομοιομορφία. Σταμάτησε έξω από ένα θερινό κινηματογράφο, έπαιζε το "Χαρακίρι" του Κομπαγιάσι, κλασσική ασπρόμαυρη ταινία εποχής, με σαμουράι, μια ευκαιρία να ξεχάσει για λίγο την οδύνη της ύπαρξής του. Έκοψε εισιτήριο και μπήκε μέσα.

Δωρική λιτότητα στην αφήγηση, υπόθεση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ύβρις και κάθαρση, ουσία, συγκίνηση, μαγεία χωρίς κανένα εφέ. Οι ηθοποιοί σε έκαναν να πιστέψεις ότι ζούσαν τα πάθη τους, χωρίς υπερβολές όπως σε σύγχρονες κινεζικές ταινίες που έχουν επαινέσει οι κριτικοί, με ανθρώπους που πετάνε από δέντρο σε δέντρο και κτυπιούνται με χάρη. Όταν το έργο τελείωσε, η επαναφορά στην πραγματικότητα τον έκανε να πάρει μια απόφαση. Θα έδινε τέλος σε όλα. Δεν είχε καμία όρεξη να συνεχίζει να μασάει αυτή τη μπουκιά που δεν πήγαινε κάτω με τίποτα. Αφού δεν μπορούσε να εξαφανίσει τον κόσμο, θα εξαφάνιζε τον εαυτό του, το ίδιο ήταν. Δεν είχε σημασία ακόμη και αν υπήρχε κάποιο μυστικό νόημα σε όλα αυτά, αυτό που ζούσε τώρα δεν μπορούσε να το ανεχθεί άλλο και αυτό αρκούσε για την απόφασή του.

Πέρασε έξω από τη βιτρίνα ενός καταστήματος με απομιμήσεις παλαιών όπλων. Ένα ιαπωνικό ξίφος κατάνα είχε κεντρική θέση στη βιτρίνα. Χαμογέλασε. Θα έπρεπε να περάσει από εδώ αύριο το πρωί. Η "έξοδός" του, όπως την ονόμασε, θα φρόντιζε να είναι κάτι διαφορετικό. Δεν ήθελε να πάρει χαπάκια ή να ανοίξει τις φλέβες του κάποια στιγμή που θα έλειπε η μητέρα του για να τον βρει αργότερα μέσα στο μίζερο διαμερισματάκι. Σπαθί, ηλιοβασίλεμα, το αγαπημένο του μυστικό σημείο στις πλαγιές του Λυκαβηττού, όπου συνήθιζε να ρεμβάζει στις μοναχικές βόλτες του. Τουλάχιστον σε αυτή, την τελευταία πράξη του, θα ήταν ο απόλυτος κύριος της κατάστασης, όλα θα γίνονταν με τη δική του αισθητική, είχε πλέον ένα σχέδιο και ένα σκοπό. Τον εξέπληξε όταν κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να αισθάνεται καλύτερα, πραγματικά, χαμογελούσε μόνος του, οι περαστικοί που συναντούσε απέφευγαν να περάσουν από κοντά του. Χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά.

Έφτασε αργά στο σπίτι. "Εσύ είσαι Ντίνο μου;" ακούστηκε η φωνή της μητέρας του. "Ναι εγώ είμαι", απήντησε, "μια βόλτα πήγα και κινηματογράφο". Η τηλεόραση ήταν ανοικτή, όπως κάθε βράδυ, διαφημίσεις, ένας γυναικείος κώλος παλλόταν συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια, ένα φανταστικό προϊόν αδυνατίσματος. "Έχει φαγητό στην κουζίνα," είπε η μητέρα του, "εσύ να είσαι καλά Κωστάκη μου και όλα θα πάνε καλά". "Ναι μάνα, όλα θα πάνε καλά, θα αρχίσω να ψάχνω για δουλειά από αύριο". Εκείνη χαμογέλασε με αυτό το χαμόγελο που τον έκανε να θέλει να δακρύσει. Της χάιδεψε το κεφάλι, "Πάω να ξαπλώσω, θα πας αύριο το πρωί στον πατέρα;" "Ναι Ντίνο μου, να ανάψω το καντηλάκι". Έστρεψε βιαστικά το κεφάλι του και απομακρύνθηκε γρήγορα.

Ο πατέρας του είχε "φύγει" χωρίς να προλάβει να πληρωθεί ούτε μία σύνταξη ο ίδιος, δουλειά από τα εφηβικά του χρόνια, μοναδική του χαρά ήταν ο γιος του. Ένας ήσυχος υποχωρητικός άνθρωπος που έκανε όμως το παν για την οικογένειά του, με συγγενείς και φίλους να τον κοροϊδεύουν για την εντιμότητά του, ή τη δειλία του όπως πίστευαν εκείνοι, και ίσως να είχαν δίκιο εν μέρει. Δεν ήταν "μάγκας", δεν ήταν "αϊτός", δεν ήταν "ροκ" από γεννησιμιού του, όπως όλοι οι άλλοι Νεοέλληνες. Πολλές φορές είχε πληγωθεί σαν παιδί βλέποντας άλλους να τσαλακώνουν εκείνο τον άνθρωπο, να του συμπεριφέρονται σαν να ήταν ηλίθιος περιμένοντας από αυτόν να υποχωρεί για να κάνουν αυτοί ό,τι τους βόλευε. Εκείνος όμως καταλάβαινε τι συνέβαινε, ο γιος του είχε μάθει να αντιλαμβάνεται τη σιωπηρή κραυγή "Δεν είμαι ηλίθιος, απλώς δεν σας αντέχω, πάρτε ό,τι θέλετε και φύγετε!", εκείνο το σφίξιμο των μυών του προσώπου, το σφίξιμο της καρδιάς. Τι νόημα είχε αυτή η ζωή; Δεν θα άφηνε να συμβεί αυτό και σε εκείνον. Το βέλος είχε φύγει από το τόξο.

Τη νύκτα είδε ένα όνειρο. Όλα ήταν σκοτεινά γύρω του, ήταν στη μέση μιας καταιγίδας. Ο αέρας έκανε ένα θόρυβο σα μανιασμένος δράκος και εκείνος βρισκόταν στην άκρη μιας πολύ ψηλής προκυμαίας με τον αέρα να τον σπρώχνει προς τη θάλασσα, προς το χάος, ενώ κάτω του έβλεπε μόνο τους αφρούς των κυμάτων. Πάνω του ο ουρανός ήταν μαύρος, αλλά στο βάθος, στον ορίζοντα, υπήρχε μια γκρι-ασημί απόκοσμη λάμψη. Ήταν σε κατάσταση πανικού. Κρατιόταν με τα χέρια του με όση δύναμη είχε από κάτι κιγκλιδώματα πίσω του, μέχρι που ξύπνησε. Το πρώτο του συναίσθημα ήταν απογοήτευση. Μετάνιωσε που δεν αφέθηκε στον αέρα, ήταν σίγουρος πως δεν θα έπεφτε στα κύματα, θα παρασυρόταν σα νάιλον πλαστική σακούλα στις ακτές που βρίσκονταν πέρα από εκείνο τον ορίζοντα.

Το πρωί πέρασε από το κατάστημα με τα ξίφη. Το κατάνα που είχε δει ήταν, φυσικά, ένα αντίγραφο. Ήταν πάντως από ανοξείδωτο χάλυβα, με λιτή μαύρη διακόσμηση και θήκη. Θα έπρεπε να το ακονίσει, σκέφτηκε, καθώς το περιεργαζόταν. Πλήρωσε και έφυγε. Πριν να επιστρέψει στο σπίτι αγόρασε και έναν ταξιδιωτικό σάκο όπου έβαλε μέσα το ξίφος. Εάν τον έβλεπε η μητέρα του καθώς θα έμπαινε στο σπίτι, θα έλεγε ότι σκόπευε να πάει για τρεις - τέσσερις μέρες σε κάποιο νησί, όπως συχνά τον παρότρυνε και εκείνη. Είχε χρόνια να πάει διακοπές, ακόμη και τότε υπέφερε, οι κράχτες, τα άπληστα χαμόγελα των καταστηματαρχών, η χρέωση για τη στρόφιγγα του ντους στην παραλία, γέλασε από μέσα του, το είχε δει και αυτό, η άψογη αισθητική των σπιτιών της ελληνικής επαρχίας, με τις κολώνες να προεξέχουν από πάνω σαν ακρωτηριασμένα μέλη, για να κτιστεί κάποτε το σπίτι-προίκα της κόρης (ή του γιου). Πόσο η ασχήμια καταστρέφει τα πάντα.

Τις επόμενες μέρες έκανε πως έψαχνε για δουλειά. Πράγματι, κοιτούσε αγγελίες και έστελνε βιογραφικά, αλλά αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να ακονίσει το ξίφος όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όταν η μητέρα του έλειπε από το σπίτι. Ήταν καλοφτιαγμένο, το περιεργαζόταν σαν ένα αγαπημένο εργαλείο και κάθε φορά το έκανε πιο κοφτερό με το ακόνι. Ήξερε ότι το σεπούκου, το οποίο ειρωνικά αποκαλείται χαρακίρι, είναι ένας εξαιρετικά επώδυνος και αργός θάνατος. Ωστόσο, αυτό δεν τον πτοούσε, πίστευε ότι άξιζε μια τιμωρία. Στο κάτω - κάτω, πρόδιδε τον εαυτό του, όπως πίστευε ότι έκανε και στα προηγούμενα χρόνια της τριανταδυάχρονης ζωής του. Εάν το πράγμα τραβούσε πολύ, θα έβρισκε κάποιο τρόπο να σπρώξει τη λεπίδα μέσα από το διάφραγμα προς την καρδιά του, ρίχνοντας ίσως το βάρος του πάνω της. Δεν είχε βοηθό όπως οι περισσότεροι σαμουράι, που θα του έκοβε το κεφάλι μετά από την πρώτη τομή.

Τις λίγες μέρες που μεσολάβησαν μέχρι να ετοιμάσει το ξίφος του και να ετοιμαστεί και ο ίδιος έδειχνε χαρούμενος. Η μητέρα του κατάλαβε την αλλαγή. "Μπράβο Κωστάκη μου, έτσι θέλω να σε βλέπω, χαρούμενο." Εκείνος χαμογελούσε συγκρατημένα, έλεγε ότι ήταν αισιόδοξος ότι θα βρει σύντομα δουλειά, αλλά σκεπτόταν τι θα γινόταν η μητέρα του μετά από την "έξοδό" του. Είχε γράψει μια απλή επιστολή που θα έβρισκαν μέσα στο σάκο του όταν θα ανακάλυπταν το σώμα του, έγραφε ότι την αγαπούσε, ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να είχε κάνει για να του αλλάξει απόφαση... αλλά ήξερε ότι ελάχιστη σημασία θα είχαν όλα αυτά για εκείνη.

Το αποφάσισε για το βράδυ της επόμενης Παρασκευής. Ήταν η αγαπημένη του ώρα της εβδομάδας. Η αγαπημένη ώρα κάθε μισθωτού. Το σαββατοκύριακο όλο μπροστά σου, μια ευκαιρία να αισθανθείς ότι δεν είσαι μόνο ένα γρανάζι, απεριόριστες δυνατότητες, που συνήθως μένουν μόνο δυνατότητες, μια αίσθηση ευφορίας στην οποία ακόμη και εκείνος δεν μπορούσε να αντισταθεί. Όλα φαίνονται καλύτερα το βράδυ της Παρασκευής, ακόμη και ο εαυτός σου.

Συνεχίζεται (στο επόμενο το τέλος)

Παρασκευή, Ιουνίου 09, 2006

Γκρικ Χαρακίρι - μέρος 1ο

Αυτό το διήγημα γράφτηκε πριν από ένα χρόνο. Είναι εντελώς φανταστικό.

"Τι εννοείς παραιτήθηκες;! Κανένας δεν παραιτείται από το Δημόσιο! Ξέρεις πόσες κατουρημένες ποδιές φιλήσαμε για να μπεις εκεί μέσα; Ξέρεις πόσοι θα έκαναν τα πάντα για να βρίσκονται στη θέση σου;"
"Λυπάμαι, αλλά απλά δεν μπορούσα άλλο εκεί μέσα…" απάντησε ψυχρά, με απλανές βλέμμα.
Η μητέρα του έπεσε στην πολυθρόνα κρατώντας το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της "τι θα κάνω… τι θα κάνω… τόσο αγώνα έκανε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου για να σου εξασφαλίσει αυτή τη θέση… πώς θα πληρώνουμε το νοίκι τώρα; Η σύνταξη μόλις που φτάνει… τι θα τρώμε…"
Ήταν Ιούλιος, δύο η ώρα το μεσημέρι, είχε επιστρέψει με τα πόδια από το γραφείο, το πουκάμισο κολλούσε πάνω του και τα χείλη του είχαν σκάσει από τη ζέστη και την υπερένταση. Τη λυπόταν πολύ αυτή την εύθραυστη γυναίκα που τον φρόντιζε συνέχεια, σπάραζε μέσα του, σκεπτόταν τον πατέρα του και ένοιωθε ότι ο αέρας γύρω του ήταν φλεγόμενη κηροζίνη που του έτρωγε τις σάρκες, μακάρι να ήταν, αυτό ήθελε, μισούσε κάθε ανάσα που έμπαινε στα πνευμόνια του, μισούσε τη ζωή. Άρχισε να ουρλιάζει "Εκεί μέσα ήταν βόθρος! Τους μισώ όλους! Κοιλαράδες, διεφθαρμένοι καρεκλοκένταυροι, τύραννοι! Κυράτσες! Τσογλαναράδες και χοντρές πουτάνες! Προτιμούσα να σκοτώσω ή να σκοτωθώ παρά να μείνω εκεί μέσα άλλη μια μέρα!"

Πώς γίνεται να έχεις γεννηθεί σε ένα τόπο, να ζεις συνέχεια σε αυτόν και όμως, να αισθάνεσαι συνέχεια ξένος, εξωγήινος, να μιλάς και να μη σε καταλαβαίνει κανείς, να σου μιλούν και να μην καταλαβαίνεις κανένα. Η μητέρα του συνέχιζε να κλαίει ζαρωμένη στην πολυθρόνα, επαναλαμβάνοντας συνεχώς "γιατί… γιατί… Παναγία μου". Έμεινε ακίνητος να την κοιτάει. Αισθανόταν ότι ήταν μια απογοήτευση για τους γύρω του. Την πρώτη φορά που αισθάνθηκε έτσι ήταν όταν απέτυχε στις πανελλαδικές εξετάσεις, δεν ήταν ότι δεν του άρεσε να διαβάζει, το αντίθετο, αρκεί να μην ήταν τα μαθήματά του, αρκεί να μην ήταν κάτι που του θύμιζε εκείνη τη φυλακή με τα ψηλά κιγκλιδώματα και τη τσιμεντένια αυλή που λεγόταν σχολείο, τους αξύριστους, συμπλεγματικούς, κορτάκηδες καθηγητές των κλαδικών (με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι οι καλές εξαιρέσεις που χαλάνε την εικόνα κάθε επαγγέλματος) και τα τσιράκια τους, τους αγαπημένους τους μαθητές με το μάγκικο ύφος που τον έκαναν κατά καιρούς στόχο των πειραγμάτων τους. Ήταν ήσυχος και ιδανικός για αυτή τη δουλειά, πάντα ένα ξένο σώμα. Από κάπου άρχισε να ακούγεται δυνατά μια κακοφωνία "γιου αρ δι ουάν! Μάι νάμπερ ουάν!".

Αισθάνθηκε για άλλη μια φορά να παγώνει μέσα του, ένοιωσε τις φλέβες στους κροτάφους του να πάλλονται. Γύρισε και είδε το εικονοστάσι με το καντηλάκι που έκαιγε. Μέσα ήταν τα στέφανα των γονιών του. Σήκωσε μια πορσελάνινη κούκλα, από αυτές που αγόραζε η μητέρα του, θαρρείς για να έχει κάτι να ξεσκονίζει, και το εκσφενδόνισε με δύναμη. Ένας θόρυβος και εκατοντάδες θραύσματα σκορπίστηκαν στο πάτωμα, μαζί με μερικά εικονίσματα και τα στέφανα. Το φυτίλι του καντηλιού έσβησε και το λάδι έρεε πάνω στο παρκέ. Έμεινε πετρωμένος. Η μητέρα του σηκώθηκε, ψέλλισε ένα "δεν πειράζει Κωστάκη μου, εσύ να είσαι καλά", γονάτισε στωικά στο πάτωμα και άρχισε να μαζεύει, συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει "γιατί… γιατί… Θεέ μου… γιατί Παναγία μου".

Μόνο καλά δεν ήταν, ένοιωθε κενός και η φωτιά γύρω του φούντωνε. Οι ενοχές τον έπνιγαν, ας είχε βρει τουλάχιστον το θάρρος να βάλει τέρμα σε όλα αυτά νωρίτερα, να μην κάνει και άλλους να υποφέρουν μαζί του… ήξερε βέβαια ότι αν είχε κάνει κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στη μητέρα του… οι ενοχές… όλα οδηγούσαν σε αδιέξοδο, δεν ήλεγχε τίποτα. Αισθανόταν τη ζωή του σαν μια τσίχλα που από καιρό είχε χάσει τη γεύση της, αλλά έπρεπε να συνεχίσει να τη μασάει, ποιος ξέρει για πόσο ακόμη, ή σαν ένα μεγάλο μακροβούτι που τον είχε αφήσει χωρίς αέρα, μια ελεύθερη ανάσα ήθελε μόνο. "Θα βγω έξω" είπε σιγά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ένοιωθε ότι καθώς περπατούσε άφηνε πίσω του ένα μονοπάτι από σταγόνες αίματος.

Η πολυκατοικία μύριζε αποπνικτικά. Κατέβηκε με τη σκάλα. Ακουγόταν τώρα άλλο τραγούδι "…ο τέλειος ο άντρας, ο άντρας ο σωστός, ο πρόστυχος…". Από ένα διαμέρισμα του ισογείου άκουσε δυνατές φωνές σε μια άγνωστή του γλώσσα, δυνατά, χυδαία γέλια και λαρυγγισμούς. Δεν μιλούσε ούτε στους αλλοδαπούς ούτε στους ημεδαπούς κατοίκους της πολυκατοικίας, τους περιφρονούσε όλους. Βγήκε έξω. Από το παράθυρο του υπόγειου διαμερίσματος, ή μάλλον της αποθήκης που ο επιτήδειος ιδιοκτήτης είχε μετατρέψει σε διαμέρισμα και είχε ενοικιάσει σε μια πενταμελή οικογένεια από κάποια ασιατική χώρα, ακουγόταν το κλάμα ενός μωρού που μάλλον υπέφερε από τη ζέστη. Περπάτησε στο στενό, πρόσεξε το θαλασσί πουκάμισό του που ήταν γεμάτο με κηλίδες ιδρώτα. Πρέπει να είχε ελεεινή εμφάνιση, τόσο ελεεινή όσο ήταν και η ψυχολογική του κατάσταση. Σήκωσε τα μάτια του στη στενή λωρίδα ουρανού ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, από τα μπαλκόνια έσταζαν τα νερά των κλιματιστικών. Άκουσε ένα νιαούρισμα στα πόδια του. Ήταν η μικρή γάτα στην οποία συνήθιζε να δίνει σχεδόν κάθε πρωί το σαλάμι από τα σάντουιτς που του έφτιαχνε η μητέρα του για το γραφείο. Στενοχωρήθηκε που δεν είχε κάτι να της προσφέρει. Έκανε να απλώσει το χέρι του να τη χαϊδέψει, αλλά μια παρέα κοριτσιών που πέρασε από δίπλα έκανε το ζώο να τρομάξει και να τρέξει να χωθεί κάτω από ένα αυτοκίνητο.

Περπατούσε στους δρόμους της πόλης χωρίς σκοπό, ο αέρας κυμάτιζε σαν νερό πάνω από την καυτή άσφαλτο. Περνώντας από ένα φανάρι, ένας οδηγός που παραβίασε το κόκκινο και παραλίγο να πέσει πάνω του του πέταξε μια βρισιά καθώς απομακρυνόταν. Τρελάθηκε, άρχισε να τρέχει για να τον προλάβει, αλλά δεν τα κατάφερε. Σήκωσε το βλέμμα του, οι περαστικοί που σίγουρα τον κοιτούσαν πριν, τώρα κοιτούσαν αλλού. Συνέχισε να περπατάει κοιτάζοντας με το ίδιο απλανές βλέμμα που είχαν και οι άλλοι γύρω του. Έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου, κοιτούσε τις βιτρίνες μόνο και μόνο για να έχει κάτι άλλο να σκέπτεται πέρα από τον εαυτό του, αποφασίζοντας για προϊόντα που δεν είχε σκοπό να αγοράσει ποτέ. Ενδιάμεσα έκανε αναδρομή στα προηγούμενα χρόνια της ζωής του, προσπαθώντας να πιάσει το νήμα από τις πρώτες του αναμνήσεις, ξαναζούσε τις δραματικές στιγμές όταν κοντά στα είκοσί του έχασε τον πατέρα του. Πού και πού αισθανόταν να τον ερεθίζει κάποια δυσάρεστη οσμή, από αυτές που είναι τόσο συνηθισμένες στην πόλη το καλοκαίρι.

Συνεχίζεται (αν το βαριέστε, πείτε να το σταματήσω).

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006

Εκ του αποθέματος - Update

Μια μικρή, παλαιότερη ελαιογραφία μου.
Update:
Αγόρασα το STADIUM ARCADIUM των κόκκινων καυτών πιπεριών τσίλι. Αξίζει. Πήρα την έκδοση limited special edition αν και είναι σημαντικά πιο ακριβή από την απλή έκδοση του άλμπουμ, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο dvd με το βίντεοκλιπ.
Επίσης, γράφτηκα για να τρέξω στον αυριανό γύρο της Αθήνας. Το αποφάσισα την τελευταία στιγμή. Θα τρέξω στη μεγάλη διαδρομή των 8 χιλιομέτρων. Δεν σας το έχω ξαναπεί, αλλά εκτός από το περπάτημα μου αρέσει και το τρέξιμο. Τρέχω τακτικά εδώ και δύο χρόνια (τρεις φορές την εβδομάδα, από 50 λεπτά τουλάχιστον). Για εμένα είναι κάτι παραπάνω από φυσική άσκηση, είναι εκτόνωση, είναι ενδυνάμωση, είναι διαλογισμός, είναι αίσθηση ελευθερίας. Μερικές φορές όταν τρέχω φαντάζομαι ότι είμαι κάποιο άγριο ζώο, ένας αγριόχοιρος που τρέχει με τα σουβλερά του δόντια σε ένα πυκνό δάσος ή ένα πούμα. Μια φορά είχα δει ένα σχετικό όνειρο. Έτρεχα στο πάρκο όπου τρέχω συνήθως, ένοιωθα δυνατός και ελαφρύς και άρχισα να επιταχύνω όλο και περισσότερο γέρνοντας προς τα εμπρός μέχρι που άρχισα να τρέχω με τα τέσσερα παίρνοντας τη μορφή ενός αιλουροειδούς. Τα πέλματά μου έσπρωχναν με δύναμη τη γη προς τα πίσω και ουσιαστικά πετούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα λίγο πάνω από το έδαφος. Η αίσθηση ήταν μαγική. Στις οδηγίες του Δήμου Αθηναίων λέει ότι αρκεί η προσπάθεια και ότι δεν πρέπει να πιεστούμε πολύ. Ανοησίες, θα τα δώσω όλα, ελπίζω να αφήσω την τελευταία μου πνοή τερματίζοντας πρώτος για να γλιτώσω και από τη φυλακή της σαρκός. Φυσικά, αστειεύομαι, δεν έχω ελπίδες να τερματίσω πρώτος.
Δεν θέλω να ασχολούμαι με την επικαιρότητα τελικά, το μόνο που θέλω να πω είναι βρωμερή, βρωμερή και ανήθικη κοινωνία, τέρας εσύ, τέρατα γεννάς. Κανένας δεν έχει καταλάβει τον άνθρωπο περισσότερο από όσο ο Σοπενάουερ. Ο νοών νοείτω.