...και ο Κωστάκης Κονανίδης επιτέθηκε στα γερόντια που ετοιμάζονταν να θυσιάσουν την... εχμ... όχι και τόσο παρθένα στον θεό των νιάτων και τα κανόνισε.
Μένει ένας παππούλης μόνος του σε ένα διαμερισματάκι στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Συμπαθέστατος, μικρόσωμος, λεπτοκαμωμένος άνθρωπος που παρά τη μεγάλη ηλικία του εξακολουθεί κάθε απόγευμα να ντύνεται κομψά και σύγχρονα, αλλά σύμφωνα με την ηλικία του, και να κάνει τον περίπατό του κάθε απόγευμα. Τον χαιρετάω όποτε τον συναντώ και τον θαυμάζω όπως κρατιέται.
Τον συνάντησα και εχθές στο δρόμο, με χαιρέτισε, αλλά δεν ήταν σε τόσο καλή διάθεση. Μου είπε για μια περιπέτειά του τον Δεκαπενταύγουστο. Από ό,τι κατάλαβα, εμφάνισε μια αιμορραγία στη μύτη που δεν σταματούσε και τον τρόμαξε πολύ. Έβαλε τις φωνές και βρέθηκαν ευτυχώς κάποιοι που είχαν ξεμείνει στο κλεινόν άστυ για να τον βοηθήσουν. Μου παραπονέθηκε μετά ότι δεν βρίσκεται άνθρωπος να του κτυπήσει το κουδούνι του να δει τι κάνει και ό,τι ανησυχεί για την επόμενη φορά που θα του συμβεί κάτι. Τον ρώτησα αν έχει συγγενείς και μου είπε πως δεν έχει κανέναν. Τον ρώτησα γιατί δεν κάλεσε βοήθεια τηλεφωνικά και μου είπε ότι δεν βλέπει καλά. Τον ρώτησα αν έχει ψάξει για συστήματα τηλεειδοποίησης για ηλικιωμένος, που παρέχουν ένα σύστημα «κόκκινου κουμπιού» με το οποίο καλείται αυτόματα βοήθεια σε περίπτωση ανάγκης. Μου δήλωσε, εσφαλμένα όπως διαπίστωσα αργότερα, ότι αυτά κοστίζουν. Μετά, η συζήτηση ελάφρυνε κάπως, του είπα ότι φαίνεται μια χαρά και μου δήλωσε όλο υπερηφάνεια ότι είναι, παρακαλώ, ενενήντα πέντε (95) ετών
Μετά από αυτή τη συνάντηση, ομολογώ ότι στην αρχή αισθάνθηκα κάποιες ενοχές. Ως ένοικος αυτής της πολυκατοικίας, δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ αν χρειαζόταν κάτι. Μετά όμως, σαν από αντίδραση, αναδύθηκαν κάποιες άλλες σκέψεις στο μυαλό μου.
«Τι ολοφύρεσαι ούτως παππούλη;» σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να του είχα πει, «Κάτθανε και Πάτροκλος, κάτθανε και Αχιλλέας, πεθαίνουν και υποφέρουν και ένα σωρό νέοι άνθρωποι κάθε μέρα πριν να γευθούν μια ολόκληρη μερίδα ζωής. Εσύ όχι μόνο έφαγες όλη τη μερίδα που σου αναλογεί, σφούγγισες λαίμαργα και το πιάτο και είσαι τώρα στο συμπλήρωμα. Ακόμα μια χαρά στέκεσαι, έχεις γίνει η Νέμεση του ασφαλιστικού συστήματος έχοντας συμπληρώσει ίσως περισσότερα χρόνια σε σύνταξη παρά σε δουλειά. Κάθεσαι όμως και κλαις τη μοίρα σου γιατί σου άνοιξε η μυτούλα και δεν ασχολούνται περισσότερο οι ξένοι μαζί σου, παίρνοντας ίσως χρόνο από τους δικούς τους γέροντες γονείς, τις οικογένειές τους, τις δουλειές τους, τις απολαύσεις των νιάτων τους και τις δικές τους ζωές, τις ίσως πολύ συντομότερες της δικής σου.
Έκανα και εγώ την επιλογή που έκανες και εσύ, να μην κάνω οικογένεια, και, ελπίζω, αν ποτέ φτάσω στην ηλικία σου να στέκομαι όπως εσύ, με τα δυο μου πόδια να μπορούν να με κουβαλάνε και το μυαλό μου ακμαίο, έστω και αν τα μάτια μου έχουν αδυνατίσει κάπως. Αν είναι όμως να κλαίγομαι όπως εσύ και να βυθιστώ στην αναξιοπρέπεια της αυτολύπησης, καλύτερα να φεύγω μια ώρα αρχύτερα πριν να φτάσω σε τέτοια κατάντια. Τα γηρατειά υποτίθεται ότι σε αντιστάθμισμα των άλλων απωλειών δίνουν σοφία και στωικότητα, αποδοχή της κατάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν δεν τα έχεις ούτε αυτά και το μόνο που μένει είναι η κρεμασμένη πλαδαρή σάρκα, η αδυναμία και η κλαψομουνίαση, καλύτερα να μην είναι τόσο πολλά τα χρόνια.
Αλήθεια, παππούλη, όταν ήσουν νέος εσύ πήγες να φροντίσεις κάποιον άγνωστό σου γέροντα σκεφτόμενους ότι θα μπορούσες να είχες τη μοίρα του; Ήθελες να βλέπεις την αηδιαστική γέρικη σάρκα και να ακούς κλαψουρίσματα, βάσανα και αναμνήσεις αντί να τρέχεις πίσω από κοριτσίστικα κάλλη; Μήπως προσπαθούσες και εσύ, όπως οι περισσότεροι, να ελέγξεις το περιβάλλον σου, τους άλλους, μέσα από την εξουσία και τη δύναμη, όσο από αυτά είχες, χωρίς να σκέφτεσαι ότι κάποτε θα είσαι στο έλεος όλων και όπλο σου θα είναι πλέον ο οίκτος και η ενοχή; Κοινή μοίρα όλων είναι η αδυναμία και ο θάνατος και το μόνο που μπορεί να σε γλιτώσει από το πρώτο είναι ο πρόωρος ή έγκαιρος θάνατος. Γιατί κλαίγεσαι τώρα αντί να μακαρίζεις την τύχη σου; Γιατί όταν άνοιξε η μυτούλα σου έμπηξες τις στριγκλιές αντί να μπεις στην μπανιέρα σου και να αποδεχθείς έναν σχετικά ανώδυνο, όπως λέγουν για την αιμορραγία, θάνατο, απευθύνοντας στον κόσμο ένα μεγάλο ύστατο ευχαριστώ, ένα «So long and thanks for all the fish»; Προτιμάς μήπως να καταλήξεις (και με τις δύο έννοιες) λίγο αργότερα σε κάποιο νοσοκομείο ή άσυλο όπου νέοι άνθρωποι θα πληρώνονται για να συντηρούν αυτό το απομεινάρι ζωής, για να σε ξεχέζουν και να σε συνδέουν με καθετήρες; Προτιμάς έναν τέτοιο θάνατο ή μήπως έχεις την κρυφή ελπίδα ότι θα φτάσεις στη δευτέρα παρουσία ζωντανός; Τι προσδοκάς παππούλη; Γιατί δεν χαίρεσαι με αυτά που έχεις, με κάθε επιπλέον στιγμή που σου χαρίζεται πλέον χωρίς να τη δικαιούσαι και θέλεις να αρπάξεις και τις ενδεχομένως λιγότερες και πολυτιμότερες στιγμές των άλλων;
Πόσο φοβάσαι για αυτή τη γέρικη ζωούλα παππούλη και τρέμεις σαν κιτρινισμένο και ζαρωμένο πια φύλλο στον φθινοπωρινό άνεμο, που αρνείται πεισματικά να αφήσει τη θέση του στο κλαδάκι. Εσύ δεν έχεις σκοπό να κάνεις τόπο για κανέναν άλλο παππούλη; Στη θέση σου περιμένουν να βλαστήσουν φρέσκα, πράσινα φυλλαράκια να κάνουν και αυτά τον δικό σου κύκλο και, κρίνοντας από αυτό που βλέπω, μόνο τα πιο τυχερά θα φτάσουν να γίνουν σαν και εσένα. Και όμως, εσύ θες ακόμη να τρως με αυτά τα φθαρμένα από τη χρήση δόντια, να τρέχουν ζουμιά και φρέσκοι χυμοί στις χαλαρωμένες παρειές σου, στα σιχαμερά, ζαρωμένα χείλη σου. Θεωρείς πολύτιμη αυτή τη γεροντική σάρκα όταν στον κόσμο πεθαίνουν βρέφη. Δεν είναι ωραίο που όταν φύγεις δεν θα χυθεί δάκρυ παππού, αφού όσοι ήταν να σε θρηνήσουν έχουν φύγει πριν από σένα; Το έσπασες το κοντέρ, πέρασες τη γραμμή του τερματισμού, πόσους γύρους του θριάμβου θέλεις να κάνεις, τι άλλο θέλεις; Μίλα, τι με κοιτάς σαν χάνος; Τι άλλο περιμένεις από αυτή τη ζωή; Ποιο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας σου έχει ξεφύγει και ελπίζεις να το ζήσεις σε αυτή την προχωρημένη ηλικία;
Από τον κινηματογράφο και τα βιβλία ξέρουμε ότι κάποιοι γέροντες Ινδιάνοι της Αμερικής, όταν αισθάνονταν ότι είχαν εξαντλήσει τις μέρες τους, ότι η ύπαρξή τους δεν προσέφερε τίποτα άλλο στη φυλή, έπαιρναν την κουβερτούλα τους και απομακρύνονταν σε κάποια βουνοκορφή, να κάνουν την ειρήνη τους με το εδώ και το επέκεινα. Στην αρχαία Ελλάδα, σε ένα νησί, οι πολύ γέροντες έπαιρναν μόνοι τους κώνειο αφού συνέλεγαν οι ίδιοι τα άνθη. Δεν είμαι υπέρ της αυτοκτονίας, αλλά δεν πρέπει κάποια στιγμή να συμφιλιωθείς μέσα σου με το τέλος; Υπάρχει σοφία και τελική ωρίμανση χωρίς αυτή τη συμφιλίωση; Αυτό δεν είναι το ανώτερο και τελευταίο σκαλοπάτι; Μόνο αυτό δικαιώνει την γέρικη ύπαρξη. Ακόμη και τα άγρια ζώα όταν διαισθάνονται το τέλος συμπεριφέρονται με αξιοπρέπεια και απομακρύνονται από την αγέλη. «I never saw a wild thing sorry for itself…» Εσύ όμως θέλεις άλλους να τους βασανίζεις, να σε ανέχονται, να τους φορτώνεις τα γηρατειά σου, να τους βάζεις ενδεχομένως να μαζεύουν τα σκατά σου. Πιστεύεις ότι έχεις αυτό το δικαίωμα. Πιστεύεις ότι έχοντας φάει όλη τη δική σου μερίδα, μπορείς να απαιτείς να μαγαρίζεις με τα σάλια σου και τη μερίδα των άλλων.
Με ρωτάς, παππούλη, τι θα κάνω εγώ όταν φτάσω στην ηλικία σου… («αν φτάσω» να λες, τυχερέ παππούλη). Ελπίζω λοιπόν ότι αν φτάσω στην ηλικία σου θα έχω τη σοφία που λείπει από εσένα, αλλιώς θα είμαι άξιος της μοίρας μου. Όλοι βέβαια έχουμε τις στιγμές της αδυναμίας μας και ελπίζω αυτό να ήταν αυτά που μου είπες. Δεν είναι ότι σε περιφρονώ, παππούλη, είναι ότι με απογοητεύεις και με κάνεις πιο αποφασισμένο να μη γίνω σαν και εσένα, τόσο κλεισμένος σε ένα μικρούλι και κλεισμένο σε ένα καρυδότσουφλο εγώ, τόσο ανίκανο να δει τη μεγάλη εικόνα, να αντικρύσει το μεγάλο άπειρο.
Αν δεν μπορώ να ζήσω σαν ήρωας παππού, θέλω τουλάχιστον να αντικρύσω τον θάνατο με ένα μειδίαμα. Γεννιόμαστε κλαίγοντας, αλλά και με ελάχιστη επίγνωση, αν φεύγουμε και κλαίγοντας, σαν μωρά, τι αξία έχουν τα ενδιάμεσα;
Ίσως μωρά/μωροί να γεννιόμαστε, ξεμωραμένοι/μωροί να πεθαίνουμε, αλλά εσένα, όπως και σε κάποιους άλλους τυχερούς, βλέπω να σου έχει μείνει λίγο μυαλό σε αυτή την προχωρημένη ηλικία. Πού είναι όμως η σοφία; Θεωρείς λοιπόν σωστό να ξοδεύονται τα νιάτα για να συντηρούν τα γηρατειά; Ελάφρυνε λίγο, χαλάρωσε λίγο, σταμάτα να λυπάσαι τόσο το γερασμένο σαρκίο σου. Τραγούδα αυτοσαρκαζόμενος εκείνο το δημοτικό σκωπτικό τραγουδάκ «φύγε γέ φύγε γέρο από κοντά μου! φύγεγέ φύγε γέρο από κοντά μου σε σιχά σε σιχάθηκε η καρδιάμου.»
Δεν ξέρω, αν πράγματι του τα έλεγα αυτά, αν θα του έκανα καλό ή κακό. Δεν νομίζω ότι θα του τα πω. Όπως και να έχει, έκανα μια έρευνα και βρήκα αυτό (Γραμμή Ζωής). Την επόμενη φορά που θα τον δω θα του προτείνω. Ίσως πάλι να του πάρω ένα σύστημα ατομικού συναγερμού. Θα δούμε.
Σας λέω, από τότε που ανέβασα το all you need is love, κάποιος μου κάνει πλάκα, μου την έχουν στημένη εκεί έξω όλοι οι αναξιπαθούντες, μετανάστες, πρεζόνια, γέροι. Α στο διάλο λέμε μην τους πιάσω στις κλωτσές και δούνε πόσο love έχω!
Ελπίζω να μην παίρνετε αυτά που γράφω πολύ στα σοβαρά, ε; Ειλικρινά όμως, λίγα πράγματα μου δημιουργούν τόσο άσχημη εντύπωση όσο η κλάψα, η αυτολύπηση και η επίκληση του οίκτου των άλλων.