Σάββατο, Αυγούστου 16, 2008

Δεκαπενταύγουστος

Είχα καιρό να πάω στο εξοχικό των γονιών μου. Οι αναμνήσεις κατά ριπάς. Τα φαντάσματα περασμένων καλοκαιριών, δεκαετία του 80, τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, ο φίλος μου ο Σ, βόλτες διπλοκάβαλα στο παπί του, δυο κοκόρια στην Αυλίδα και στο Δήλεσι, στο εξοχικό του τεύχη του Play Βoy, της Βαβέλ, μελέτη αυγουστιάτικα μεσημέρια με καρπούζι, τα βράδια στα ουφάδικα, μπλιμπλίκια και οφθαλμόλουτρα, κορίτσια με μαλλί αφάνα, Σαμάνθα Φοξ, πυρηνικές κεφαλές, Τσερνομπίλ, Μαντόνα, Ψυχρός Πόλεμος, Ντουράν - Ντουράν, ανασφάλεια μα και μια θάλασσα ελπίδας, ο κόσμος μια υπόσχεση, η πεποίθηση της νεότητας ότι είμαστε οι πρωταγωνιστές ενός έργου με χάπι εντ, υπολογιστές με περίεργα ονόματα, Spectrum, Oric Atmos, Commodore, Atari, o Sir Clive Sinclair, ο Alan Sugar, το περιοδικό Pixel και τυπωμένα προγράμματα για παιχνίδια σε Basic, ο πρώτος μου υπολογιστής που ένα καλοκαίρι τον πήρα στο εξοχικό, Amstrad 6128, έγραψα και ένα προγραμματάκι, το ψάξιμο για το λάθος, τελικά δούλεψε, το μικροσκόπιο και τα βιβλία μου των αρχαίων σοφών που όποτε ερχόταν κοπέλα του γούστου μου, τα αράδιαζα και νόμιζα, ο αφελής, ότι με αυτά θα την εντυπωσίαζα, τα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια και τανκ, οι ωραίες της παραλίας που είδα έκπληκτος μια μέρα να εισβάλλουν στην αυλή του εξοχικού σαν χάριτες, θέλαν λέει να δουν κάτι στην τηλεόραση, τις κοιτούσα με την άκρη του ματιού και όταν η μια άνοιξε λίγο τα πόδια, από το μπατζάκι του μικρού σορτ, αντίκρισα εκείνο τον υπέροχο καστανόξανθο θάμνο, και πιο παλιά, εκείνη η αυγουστιάτικη μέρα που πρώτη φορά ένιωσα στη φλόγα του μεσημεριού το αίμα μου να γίνεται πηχτό σαν μέλι, τη συναυλία των τζιτζικιών να ηχεί εκκωφαντική και να χάνω τη συνείδησή μου και που νόμιζα ότι θα πεθάνω, μα ήταν κάτι άλλο, σταγόνες νερού σε κοριτσίστικα κορμιά και εγώ να ξανοίγομαι στα βαθιά αναστατωμένος, να ξεσπάω κολυμπώντας μανιασμένα, και το That’s Incredible, και οι Dukes του Hazard και οι φίλες της αδελφής μου και η έναστρη νύχτα, και ο Ισαάκ Ασίμωφ και Εγώ, το Ρομπότ, τα θερισμένα σπαρτά που τα φανταζόμουνα λιβάδια κίρτης σε μακρινό πλανήτη, τα βράδια με γέλια και κουνούπια και τάβλι με τον πατέρα, ο θόρυβος του μοτέρ που πότιζε από το πηγάδι, οι γάτες που μαζεύονταν να φάνε και ζούσαν τα δικά τους δράματα, τα μικρά τους, ο έναστρος ουρανός και η σελήνη, η πανσέληνος, η Θεά, Εκείνη, και οι Περσείδες, το θαύμα, με το περιοδικό Astronomy στο χέρι να ξεδιαλέγω τα άστρα και τους πλανήτες, ο Δράκος, η Άρκτος, η Κορώνα, ο Πολικός, ο Κρόνος, ο Άρης, η Αφροδίτη, όνειρα για ένα καλό τηλεσκόπιο, να διαβάζω προδιαγραφές και να χάνομαι σε νεφελώματα, να κάθομαι στη βεράντα στυλώνοντας το βλέμμα στον έναστρο ουρανό ενώ από κάπου μακριά ακουγόταν ο αχός ενός πανηγυριού και εγώ να σκέφτομαι ότι, να, σε λίγο θα εκτοξευθώ στο άπειρο, μα είμαι ακόμη εδώ, τόσα χρόνια αργότερα, με λιγότερο φόβο και ανασφάλεια μα με ακόμη λιγότερη ελπίδα, σε ένα κόσμο πιο γκρίζο, με χρώματα μουντά, φτωχή ανάμνηση εκείνων των εφηβικών μου χρόνων.

Γυρίζω αργά το απόγευμα, με το τρένο, είμαι λίγο μελαγχολικός, κάθομαι στη θέση μου. Συνήθως, όποτε ταξιδεύω με το τρένο, οι συνεπιβάτες μου είναι κάτι άθλιες υπάρξεις, κακομούτσουνοι, αγενείς. Θυμάμαι πάντα, σε αυτές τις περιπτώσεις, την εισαγωγική σκηνή από τον «Νεκρό» του Τζάρμους. Παράξενο, αυτή τη φορά κάθεται απέναντί μου μια ωραία κοπέλα, μαλλί καστανοκόκκινο, γαλάζια μάτια, λιτό, λευκό πουκάμισο που φουσκώνει στο στήθος, σαν να κρύβει δυο φρέσκα, ζεστά ψωμιά. Λίγο αργότερα, δίπλα της, μια ακόμη ομορφότερη, μελαχρινή, με ίσιο, μακρύ μαλλί, μαύρα μάτια και λευκό δέρμα, μαύρα ρούχα σε λυγερό κορμί. Στον ουρανό, Εκείνη έχει ανατείλει, σχεδόν ολόγιομη, πανσέληνος παρά μία ημέρα. Η καστανοκόκκινη μιλάει ασταμάτητα στο κινητό. Εγώ κοιτάζω το τοπίο που περνάει, αλλάζω εστίαση, πότε στη σχεδόν ακίνητη εικόνα μακριά, πότε στο πανηγύρι των χρωματιστών γραμμών που ρέουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα κοντά, ρεμβάζω, το ίδιο και η μελαχρινή. Σε ένα σταθμό μπαίνουν ξένοι εργάτες, θορυβούν, βάζουν τραγούδια με ήχους οξείς και ενοχλητικούς. Περνάει ο ελεγκτής, τον καλώ, «Μήπως θα μπορούσατε να κάνετε κάτι για αυτό;», «Μην ανησυχείτε, στημένη τους την έχω», τους παρατηρεί, το τραγούδι σταματά, ανακούφιση. Η μελαχρινή χαμογελά και χαμηλώνει το βλέμμα. Συνεχίζω να κοιτάζω έξω από το τζάμι, το ίδιο και εκείνη. Κάποιες φορές, τα βλέμματά μας συναντιόνται στο τζάμι και τότε τρέχουν να κρυφτούν φοβισμένα σε μακρινές γωνίες, το παιχνίδι των βλεμμάτων που καθρεφτίζονται στο τζάμι. Κοιτάζω ψηλά, πάνω στα βράχια, κόντρα στον γαλανό ουρανό, περιμένω να δω μια όρθια μορφή που φορά γαλάζιο χιτώνα που ανεμίζει στον αέρα. Κάποιος γνωστός-άγνωστος με κοιτάζει μερικές φορές μέσα από το τζάμι. Εκείνη σηκώνεται όλο και ψηλότερα, όσο το φωτεινό άρμα κατεβαίνει χαμηλότερα, και ο ουρανός από γαλανός παίρνει μια χρυσαφιά απόχρωση, μα και Εκείνη γίνεται όλο και πιο ζεστή. Το σούρουπο πέφτει. Εκεί, πάνω σε ένα λόφο, είμαι βέβαιος, ο Μέγας Παν, καλυμμένος με προβιά, Της έχει στήσει παγίδα, περιμένει να αρχίσει το παιχνίδι Της, θα τον περάσει για αθώο προβατάκι, θα κατέβει στο λόφο και θα πάει να πηδήξει από πάνω Του και τότε... Πόσο όμορφη είναι η μελαχρινή, πόσο ωραίο το λευκό δέρμα της, το άνοιγμα της μαύρης μπλούζας της στο στήθος, τα υγρά χείλη, τα ροδισμένα από τη ζέστη μάγουλα, και πάντα Εκείνη στον ουρανό, να σκορπίζει τη μαγεία Της και πάντα αυτός ο γνωστός-άγνωστος στο τζάμι και το παιχνίδι των βλεμμάτων. Μερικές φορές, βλέπω το βλέμμα της πάνω μου, μα το αίμα δεν γίνεται πια πηχτό και δεν ρέει σαν μέλι, όπως τότε, τόσα χρόνια πριν. Φτάνουμε στον Σταθμό Λαρίσης, κάνω να φύγω, η μελαχρινή μου πιάνει σφιχτά το χέρι και με κοιτάζει στα μάτια, μένω έκπληκτος, «Εμείς θα συνεχίσουμε», μου λέει με σιγανή, μα σίγουρη φωνή, πάω να πω ότι αυτό είναι το τέρμα, αλλά η φράση κόβεται, προσέχω ότι στο λαιμό της κρέμεται το Ανκχ και είναι όμορφη σαν τον Θάνατο, στη θέση μου κάθεται ήδη κάποιος άλλος, έχει σφαλιστά τα μάτια και τα ρούχα του μοιάζουν με τα δικά μου. Συνέρχομαι από την ονειροπόληση, είμαι στο οικείο περιβάλλον της ντροπαλής τσιμεντούπολης, ντροπαλή, αφού περιμένει να μείνει με λίγους για να δείξει την πιο ελκυστική πλευρά της.
.
Φεύγοντας από το σταθμό, κουβαλώντας μια πλαστική τσάντα που περιέχει μερικά ταπεράκια, ακούγεται το τελευταίο τζιτζίκι της ημέρας, ίσως να είναι ο ίδιος ο Τιθωνός που θρηνεί για τη μισητή αθανασία του, και είμαι ακόμη εδώ.
.

14 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Περαστικέ είσαι καταπληκτικός.

GR

Περαστικός είπε...

Καλημέρα, GR, ευχαριστώ.

Nikos Lioliopoulos είπε...

Εκπληκτικό κείμενο. απίστευτοι συμβολισμοί . Δεν εχω λόγια ...
Απο τα καλύτερα που έχω διαβάσει.
Το έκανα αναφορά και στο μπλογκ μου
Συγχαρητήρια.

Ανώνυμος είπε...

Φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε, καταπληκτικό! :-)

resident είπε...

Ευτυχώς που τα γατάκια βρήκαν ανθρώπους να τα φροντίζουν και έτσι εσύ συνεχίζεις να γράφεις. Υπέροχο.

Περαστικός είπε...

Τι να πω, σας ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια.

Ανώνυμος είπε...

υπέροχο κείμενο, τόσο γεμάτο με ζωντανούς συμβολισμούς...απλά πανέμορφο! Θα "κουραστείς" να ακούς συγχαρητήρια Περαστικέ... ;)

Περαστικός είπε...

Καλημέρα, Lucifugo :)

aerostatik είπε...

πολύ ωραίο. Τώρα κατάλαβα γιατί δεν οδηγείς αυτοκίνητο...

Περαστικός είπε...

Καλησπέρα, Aerostatik, συνήθως, βέβαια, τα σιδηροδρομικά μου ταξίδια είναι λιγότερα ευχάριστα. Και αυτό το ταξίδι δεν θα το χαρακτήριζα ακριβώς ευχάριστο, βρέθηκα σε παράξενη διάθεση.

Dormammu είπε...

Λιβάδια κίρτης... Currents of Space.

Περαστικέ είσαι απίστευτος, υπέροχος!

Περαστικός είπε...

Καλημέρα, Dormammu ;-)

katerina είπε...

Υπεροχε Περαστικέ καλή Ανασταση

Περαστικός είπε...

Καλό Πάσχα, Κατερίνα.