
Άρχισε επιτέλους να δροσίζει. Βγήκα εχθές το βράδυ για μια βόλτα, σκιάζομαι κάθε φορά που βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού μου. Δέκα βήματα, δέκα ενοχλήσεις, δέκα βλαστήμιες. Η πόλη αυτή δεν είναι ότι δεν χωρά τα αυτοκίνητα, δεν χωρά ούτε τους ανθρώπους που την κατοικούν, και τι άνθρωποι είναι αυτοί. Περπατώ στην Πατησίων, μια χοντρή μπροστά μου πετάει ένα πλαστικό μπουκάλι, ο συνοδός της κάτι της λέει σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι ότι αυτός λίγο ενοχλήθηκε, αυτή του ανταπαντά με το πολύ γνωστό ύφος των απλών, λαϊκών ανθρώπων, με απλό και λαϊκό θράσος, ότι καλά έκανε. Δεν έχει σημασία ότι δεν κατάλαβα τις λέξεις, κατάλαβα τι του είπε. Άλλοι πεζοί σταματούν και αρχίζουν τις κοινωνικότητες ακριβώς στο πιο στενό σημείο, εκεί όπου θα προκαλέσουν τη μεγαλύτερη ενόχληση και θα παρεμποδίσουν τους άλλους πεζούς. Είναι και αυτό ένα ταλέντο και άσκηση στην αδιαφορία και στην παντελή έλλειψη κοινωνικής συνείδησης. Η ροή του κόσμου και στις δύο κατευθύνσεις στενεύει απότομα και ανακόπτεται στα περίπτερα-σουπερμάρκετ, που έχουν όλοι αυτοί οι ανάπηροι πολέμου (σαρκαστικό). Προσέθεσε και αυτούς που κάνουν ουρά μπροστά τους και παίρνεις μια ιδέα της κατάστασης. Τα ίδια και εκεί που είναι σταθμευμένες μηχανές στο πεζοδρόμιο. Άλλα μηχανάκια ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν κάθε τόσο από τα πεζοδρόμια στριμώχνοντας τους πεζούς, κάποια αναπτύσσουν και ταχύτητα, όπου βρουν την ευκαιρία, και πρέπει να έχεις γρήγορα αντανακλαστικά για να τα αποφύγεις. Στα φανάρια των δρόμων τα αυτοκίνητα και οι μηχανές καταλαμβάνουν και τη διάβαση των πεζών, αναγκάζοντάς σε να περπατάς πέρα από αυτές, σχεδόν μέσα στο ρεύμα της διερχόμενης κυκλοφορίας που απειλεί να σε παρασύρει. Κάπου-κάπου ακούς βρισιές, εκνευρισμός παντού. Κάποια στιγμή εξαγριώνεσαι και ο ίδιος από αυτή τη συνεχή επίθεση.
Ολοκληρώνοντας τη βόλτα και φτάνοντας στο σπίτι, κολλάω στη στενωπό ενός περιπτέρου, πίσω από ένα γέρο που περπατάει στράτα-στρατούλα, ο οποίος με τη σειρά του ακινητοποιείται πίσω από μια γριά που χαζεύει μπροστά σε ένα περίπτερο τα περιοδικά, ενώ από την άλλη κατεύθυνση ο χύδην όχλος περνάει σπρώχνοντας. Σε άλλες περιπτώσεις θα ένοιωθα κάποια συμπόνια για τον ηλικιωμένο, θα περίμενα χωρίς να το σκεφτώ, τώρα, είμαι ένας εξαγριωμένος τρελός, με καταλαμβάνει ένα αίσθημα αηδίας και απέχθειας για όλους και για όλα. Φαντάζομαι ότι κρατάω δύο κεφαλοθραύστες, έναν σε κάθε χέρι, και, κυριευμένος από αμόκ, αρχίζω να κτυπάω δεξιά και αριστερά σπάζοντας κεφάλια, σκορπώντας μυαλά, νέων και γέρων, ανδρών και γυναικών, βάζω φωτιά στο περίπτερο και καίω και τον περιπτερά ή την περιπτερού μέσα. Το ξέσπασμα της ασυγκράτητης βίας, χωρίς καμία σκέψη, ξαλαφρώνω από το δηλητήριο που στάλαξαν μέσα μου. Τι κλαίγεσαι έτσι φίλε; Πέθανε και ο Πάτροκλος που ήταν πολύ καλύτερός σου, πέθανε και ο Αχιλλέας ο ίδιος που πρωτοείπε τέτοια λόγια, νοιώθοντας την ίδια αποξένωση από τον κόσμο, με μόνη προσμονή το θάνατο. Γελάω από μέσα μου.
Δεν θέλω να πνιγώ στο ποτάμι της ελεεινής σάρκας, δεν θέλω να με καταπιεί ο βάλτος του κρέατος. Είμαι πιο ξένος από τους ξένους, ...είν’ η κρυφή μου, η ατέλειωτη δίψα είν’ η δίψα που με κρατά ζωντανό. Είν’ η κρυφή μου, η ατέλειωτη δίψα είν’ η δίψα για καθαρό ουρανό...
Μα δεν υπάρχει καθαρός ουρανός στην πόλη. Κοιτάζω ψηλά για να μη βλέπω άλλο κρέας, τσιμέντο, άσφαλτο και τενεκέδες, αλλά τα αστέρια δεν είναι εκεί. Υπάρχει μόνο το άχαρο γκρι ενός μολυσμένου από το φως και τις εκκρίσεις της πόλης ουρανού. Εντείνω την προσοχή μου, συγκεντρώνομαι, κοιτάζω γύρω, πάνω και κάτω, για να βρω κάποιο στοιχείο που να σπάει τη μονοτονία, κάτι διαφορετικό, ένα μήνυμα ελπίδας. Το βρίσκω στο πιο απίθανο μέρος. Στέκομαι σε ένα φανάρι, κοιτάζω χαμηλά και βλέπω τη σχάρα της αποχέτευσης, κάτι υπάρχει εκεί, ακριβώς από κάτω, κάτι που φτάνει μέχρι τα όρια της σχάρας, αλλά δεν προβάλλει πάνω από αυτήν. Είναι ένα φυτό, κάτι σαν φτέρη, από δίπλα, πιο χαμηλά, άλλα φυτά φύονται σε ένα υπόστρωμα από λάσπη, αποτσίγαρα και άλλα σκουπίδια. Είναι ξανά εκεί και μου χαμογελά, είναι η μυστική, υπόγεια Αθήνα, η μυστική, υπόγεια ζωή. Περιμένει εκεί, διακριτικά ή, αν προτιμάτε, καραδοκώντας. Περιμένει την ημέρα που θα σταματήσει η μεγάλη κοσμοσυρροή, τη μέρα που δεν θα ακούγεται πια το αυτοκίνητο, τη μέρα που δεν θα λειτουργούν οι σηματοδότες και περιμένει το βράδυ που θα φωτίζεται μόνο από τον έναστρο ουρανό. Τότε, θα ξεχυθεί από παντού, θα ξεχυθεί από υπονόμους και ρωγμές, θα εξαπλωθεί στο χώμα που θα έχει μαζευτεί φερμένο από τη βροχή και τον άνεμο και από τα σαπισμένα μας υπολείμματα, θα καλέσει ενισχύσεις από τα πάρκα και τις εξοχές που περιβάλλουν την πόλη και θα πάρει ξανά αυτό που της ανήκει. Κισσοί, ίσως και δέντρα θα φύονται στην Πανεπιστημίου, τυλίγοντας αρχαία κτίρια γραφείων που θα καταρρέουν, ζώα θα βόσκουν και θα παίζουν εκεί που έβριζε ο ταξιτζής και η χελώνα θα αργοσέρνεται καταμεσίς της Ομόνοιας. Αυτή την πόλη ονειρεύομαι, χωρίς την ανθρώπινη μόλυνση, αλλά δεν θα είμαι εκεί για να τη χαρώ.
...είν’ η κρυφή μου, η ατέλειωτη δίψα είν’ η δίψα που με κρατά ζωντανό. Είν’ η κρυφή μου, η ατέλειωτη δίψα είν’ η δίψα για καθαρό ουρανό...