Δευτέρα, Ιουλίου 12, 2010

Ο μισαλλόδοξος

Μισούσε τους πάντες, του έφταιγαν οι πάντες, εκτός αν ήταν γνήσιοι Έλληνες, απευθείας απόγονοι του Λεωνίδα, όπως έλεγε. Έβριζε κάθε έναν που για αυτόν ήταν «άλλος», δηλαδή μετανάστης, μαύρος, Εβραίος, ομοφυλόφιλος, αριστερός, φιλελεύθερος, μη χριστιανός(όχι ότι και ο ίδιος πήγαινε τόσο συχνά στην εκκλησία), Ιεχωβάς, χορτοφάγος, φιλόζωος και γενικά οποιονδήποτε μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί σε μια ομάδα που δεν ανήκε στους «εμείς». Περιφρονούσε γυναίκες, αναπήρους, καθυστερημένους, φτωχούς. Θαύμαζε κρυφά τους Ναζί - ή και φανερά όταν ήταν με ομοϊδεάτες ή με όσους τον ανέχονταν. «Έπρεπε να ζούσα στη Γερμανία την εποχή της ανόδου των εθνικοσοσιαλιστών!» Έλεγε με στόμφο «τότε ήξερε ο καθένας τη θέση του! Πρεζόνια... πφφφ στο θάλαμο αερίων κατευθείαν!».

.

Ένα πρωί αναδύθηκε από τα έγκατα του μετρό για να πάει στη δουλειά του, όπως έκανε κάθε πρωί. Γύρω του μέγα πλήθος, σχεδόν δεν μπορούσε να κινηθεί. Πρόσεξε αμέσως τα ρούχα τους, ήταν παλιομοδίτικα και μιλούσαν σε μια γλώσσα που του ήταν άγνωστη, αλλά της οποίας τους ήχους καταλάβαινε. «Γερμανικά» σκέφτηκε, «Περίεργο, τουρίστες είναι ντυμένοι έτσι; Ταινία γυρίζουν;». Παρατήρησε ότι δεν ήταν μόνο οι φωνές και τα ρούχα που διέφεραν. Όλα ήταν διαφορετικά. Αυτή δεν ήταν η Πλατεία Συντάγματος, αυτή δεν ήταν η Αθήνα, ήταν μια πόλη του Βορά μιας άλλης εποχής. Ξαφνικά, οι σκόρπιες φωνές και η οχλοβοή μπήκαν σε τάξη και ενώθηκαν σε ζητωκραυγές όπως «Χάιλ Χίτλερ», «Μάιν Φύρερ!». Παιδάκια σηκώνονταν στους ώμους των γονιών τους για να δουν τον μεγάλο ηγέτη που εκείνη την ώρα περνούσε από μπροστά τους σε ένα ανοικτό θηριώδες αυτοκίνητο.

.

Κάποια στιγμή το πλήθος του άφησε λίγο χώρο και μπόρεσε να δει τον μεγάλο ηγέτη να περνάει κοιτώντας με ονειροπόλα μάτια το κενό, σχεδόν αδιάφορος για το πλήθος, σαν να ζούσε μέσα στα οράματά του. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Σήκωσε το χέρι του σε ναζιστικό χαιρετισμό και κραύγασε με όση δύναμη είχε μέσα του «Χάιλ Χίτλερ!» Ξαφνικά, όλοι γύρω του πάγωσαν. Ένοιωσε δεκάδες εχθρικά βλέμματα να καρφώνονται πάνω του σαν καρφίτσες. Κάποιοι αστυνομικοί άνοιγαν δρόμο βρίζοντας μέσα από το πλήθος ερχόμενοι προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, έσκυψε να κοιτάξει τον εαυτό του και τότε αντίκρισε εκείνο το μεγάλο κίτρινο άστρο ραμμένο στο στήθος του. Ένοιωσε ένα τρόμο που δεν είχε ξανααισθανθεί ποτέ στη ζωή του, ένα αίσθημα τρόμου που παρέλυσε όλη του την ύπαρξη. Ήταν ο απόλυτος «άλλος», εντελώς ανίσχυρος, σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον. Γιούντε έγραφε το αστέρι στο στήθος του, γιούντε γρύλιζαν και όσοι ήταν γύρω του, μέσα από δόντια που έτριζαν, σαν μια αγέλη λύκων που ετοιμαζόταν να κατασπαράξει το θήραμά της.

.

Ξύπνησε με μια πελώρια ανακούφιση προσπαθώντας να ανασάνει. Για πολλή ώρα είχε την αίσθηση ότι ξυπνώντας γλίτωσε πράγματι από ένα μεγάλο κίνδυνο. Ίσως και να ήταν έτσι, σκέφτηκε, αναλογιζόμενος πόσο γρήγορα κτυπούσε η καρδιά του. Μια σκέψη έμεινε καρφωμένη όλη τη μέρα στο μυαλό του: «η ταυτότητά σου είναι ένα όνειρο, είσαι πάντα ο άλλος και όλοι οι άλλοι».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Και που να ξύπναγε στο Νοβοσιμπιρσκ και να 'βλεπε τον Πατερούλη ! Τότε να δεις τι ωραία θα ήταν !!!!