Η πόλη, μέσα στην ασχήμια της, κρύβει και μερικά καλά. Εχθές το βράδυ, σε ένα πατάρι μιας μπυραρίας των Εξαρχείων, παραβρέθηκα σε συζήτηση με θέμα το χάος και το τι ακριβώς νόημα έχει αυτή λέξη στα μαθηματικά, κάτι εξαιρετικά παρεξηγημένο. Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις. Κύριος ομιλητής ήταν ο Απόστολος Δοξιάδης, η συζήτηση ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και τελικά διήρκεσε κάπου τρεις ώρες. Ο χώρος ήταν γεμάτος, η συζήτηση δεν ήταν δύσκολη στην παρακολούθηση ή και στη συμμετοχή, ακόμη και με υποτυπώδεις γνώσεις μαθηματικών. Αν πάλι κάποιος είχε περισσότερες γνώσεις, θα μπορούσε να ωφεληθεί ακόμη περισσότερο. Αυτά συμβαίνουν λοιπόν σε κάποια δρομάκια, σε πατάρια των Εξαρχείων, συνοδεία μπύρας. Ό,τι καλύτερο.
Άνθρωπος έρπων
Η πόλη αυτή έχει έναν τρόπο αυτό που σου δίνει με το ένα χέρι να στο παίρνει πάντα με το άλλο. Επιστρέφοντας από αυτή την εξαιρετική συνάντηση, με μαθηματικές και φιλοσοφικές σκέψεις στο μυαλό μου, στην Πανεπιστημίου, μπροστά από το Πολυτεχνείο, βλέπω μια σακούλα πεταμένη στη μέση του δρόμου, δίπλα από ένα ταξί. Μια γυναίκα μέσα από το ταξί κοιτάζει κάτω έντρομη. Η σακούλα κινείται αργά. Κοιτάζω καλύτερα, από τη σακούλα μοιάζουν να προβάλλουν ανθρώπινα μέλη. Είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα, που δεν έχει πια δύναμη να σταθεί στα δυο του πόδια, ούτε καν στα τέσσερα, ένα ανθρώπινο πλάσμα ένα με το δρόμο, που σέρνεται με τα χέρια πάνω στην άσφαλτο, ίσως για να περάσει απέναντι. Είναι μια ηλικιωμένη, ξυπόλυτη, δεν μπορώ να καταλάβω καλά τι ρούχα φοράει και τι είναι όλο αυτό που βλέπω. Στα πεζοδρόμια, γύρω, δεκάδες άνθρωποι, όλοι αμέτοχοι, όλοι θεατές, και εγώ μαζί.
Σκέφτηκα πολλές ωραίες και λογικοφανείς δικαιολογίες για το ότι δεν έκανα τίποτα. Ήταν μια άστεγη, ίσως ναρκομανής, από αυτούς που συχνάζουν εκεί, πώς να την πλησιάσω και τι να πω, αν καλούσα κάποιον και την έπαιρναν με τη βία θα ήταν καλύτερα; Σίγουρα έτσι κάνει συνέχεια, σίγουρα αυτό είναι έργο της αστυνομίας που είναι βέβαιο ότι γνωρίζει την κατάσταση... Φαντάστηκα τον εαυτό μου να πηγαίνει κοντά, να στέκεται αμήχανα πάνω από αυτό το πλάσμα και να ρωτάει «θέλετε βοήθεια;», μου φάνηκε άτοπο, γελοίο. Βραχυκύκλωσα. Συγκρίνοντας αυτή τη γυναίκα με όλους εμάς, τους θεατές στο μαρτύριό της που είναι η ίδια η ζωή της, όλους εμάς, που κρυφά μισούσαμε ο καθένας όλους τους άλλους, επειδή δεν είχαν κάνει κάτι για να μας απαλλάξουν από τις ενοχές μας και το βάρος της απόφασης, ο ένας μάρτυρας της αχρειότητας του άλλου, όλοι συνένοχοι, δεν ξέρω ποιος σερνότανε πιο χαμηλά εχθές το βράδυ. Άνθρωπος έρπων εχθές ήμουν εγώ.
Έχω κρίνει πολλούς, δεν έχω δικαίωμα να μην κρίνω τον εαυτό μου. Η φιλοσοφία μου έλειπε.
Περαστικός και ηττημένος.
2 σχόλια:
ΣΤΕΡΕΟ ΝΟΒΑ, 6:00 π.μ.
Εδώ στέκομαι, σ' αυτή τη σιωπή με μάτια ανοιχτά στα παράσιτα.
έξι η ώρα τα χαράματα ο εγωισμός μου δεν περνάει όταν ένας άντρας ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο παγωμένος απλώνει το χέρι στο τίποτα.
είναι η τελευταία άκρη απ' το σχεδιάγραμμα της οικονομίας καθώς το πρώτο φως της μέρας απ' τα μάτια του ανατέλλει κι αυτός δεν το ξέρει ότι μυρίζει άσχημα γιατί η ζωή είναι βρώμικη.
Μας χωρίζει ένα μέτρο κι αυτός ο αέρας που ξεφυλλίζει ένα πεταμένο περιοδικό, τα τέσσερα πρώτα μανεκέν που έφτασαν στις διαμαντένιες πύλες του παραδείσου.
Ξημερώνει και κανείς δε θέλει να το καταλάβει ο θάνατος ενός πολίτη ξεκινάει από τα όνειρα του ΛΟΤΤΟ. Κι ύστερα παίζει με τα κανάλια της τηλεόρασης κι εκπαιδεύει τα παιδιά του πώς να γελούν με την τεχνική του ζάπινγκ.
Σπόνσορας αυτής της αθλιότητας ένα μεγάλο αυτοκίνητο απομακρύνει τον έλεγχο πάνω απ' τις ανθρώπινες μάζες.
Η κουλτούρα του γρήγορου φαγητού. Εξι και πέντε λεπτά, η τέλεια κοινωνία εμποδίστηκε απ' τους καριερίστες και τους καιροσκόπους. Μας χωρίζουν δυο βήματα, θα 'θελα να του μιλήσω μα ξέρω πως δε θα με καταλάβει, όλη νύχτα έμεινε έξω πόσες φορές δεν έκανε το ίδιο πράγμα με διαφορετικά ρούχα, με τα ίδια, και χωρίς, γιατί πίστευα πως τα μάτια σου είναι τα φώτα για ένα διαφορετικό κόσμο, ο μύθος της διασταύρωσης κάποιος περνάει, άλλος μένει, κάποιος φεύγει, δρομολόγια προς κάθε κατεύθυνση κι ένας ακόμη, φάντασμα μιας σκοτεινής κοινωνίας χάνεται στους σκελετούς των νέων οικοδομών, τώρα το ξέρω πιο καλά πως δεν ήταν εύκολο μέσα σ' εκείνο το πλάτος που αγκαλιάζει τις ακρότητες να επιβιώσεις: να γνέψω καταφατικά στο συμβιβασμό ή να επιστρέψω οριστικά στον εαυτό μου;
Χιλιάδες πόδια κάτω απ' αυτό τον ασπρόμαυρο ουρανό, έξι και δέκα λεπτά, αυτό που με συνδέει μ' αυτόν τον πεταμένο άνθρωπο, είναι η θνησιμότητα, η απόκρουση και το έλεος, τα τρία στοιχεία που με κάνουν να χαζεύω τ' ασημένια αεροπλάνα στον παγωμένο ουρανό περιμένοντας το πρώτο τρένο να ξεκινήσει απ' την αφετηρία...
απο τις ενοχές μας μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να απαλαγούμε νομίζω εγώ. Επιπλέον, κάθε φορά αρκεί αυτός ο ένας που θα κάνει την διαφορά και θα δώσει ένα χέρι βοήθειας που λένε... Επιλογές δεν είναι όλα; Ή θα βοηθήσεις χωρίς να σου κοστίσει τίποτα και με τον τρόπο που μπορείς, ή θα γυρίσεις σπίτι σου και θα σκέφτεσαι οτι είσαι άνθρωπος έρπων τελικά κι εσύ.
έτσι είναι αυτά. Ο καθένας με τις επιλογές του. Κι ο μοναδικός που έχει ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να τον κρίνει, είναι ο εαυτός του και κανένας άλλος. Έτσι τα βλέπω εγώ δηλαδή.
Δημοσίευση σχολίου