…και ήτο υπερήφανος για αυτό.
Κάποιες φορές μάλιστα, όταν κάποιος δυστυχής λεμβούχος έπεφτε στον καταρράκτη του, εμφανίζετο στο καφενείο του χωριού και φώναζε γελώντας «Να το πάρει το ποτάμι; Να το πάρει το ποτάμι;» ενώ οι θαμώνες τον κοιτούσαν αμήχανοι. Ήταν αυτό το αγαπημένο του αστείο. Εσοβάρευε μετά, καθώς δεν έβρισκε ανταπόκριση, και συμπλήρωνε με δήθεν περίλυπο ύφος σηκώνοντας την παλάμη του «εγώ πάντως και προειδοποιητικές πινακίδες έχω βάλει και ό,τι περνάει από το χέρι μου το έχω κάνει.» και έπινε το ουζάκι του σε μια γωνία, παίζοντας τάβλι με τον κυρ Νικόλα. Ο δε κυρ Νικόλας είχε πέτρες και ήταν υπερήφανος για αυτές. Άλλες τις είχε διαλέξει για το χρώμα τους, άλλες για το σχήμα τους και τη στιλπνότητά τους. Τις περιεργαζόταν κάθε βράδυ πριν να πέσει για ύπνο, χαμογελώντας και αμπελοφιλοσοφώντας, ενώ η κυρία Κούλα τον φώναζε ανυπόμονα να πάει να κοιμηθούνε. Η κυρία Κούλα πάλι, ήταν υπερήφανη για τις σάλπιγγές της, τις οποίες γυάλιζε και, καμιά φορά, σάλπιζε αναθυμούμενη τις ημέρες που ήταν στη φιλαρμονική της πόλης της. Το σάλπισμά της άκουγε ο Δημητρός που είχε κριθαράκι και ήτο υπερήφανος για αυτό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου