
Πέρασε καιρός από εκείνο το βράδυ και ο Χ. δεν είχε ξαναχρησιμοποιήσει αυτή την τεχνική, ειλικρινείς τύψεις για αυτό που είχε κάνει δεν είχε, καθώς το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί όταν θυμόταν τον Σ. ήταν αυτά που είχε τραβήξει από αυτόν, «καλά του έκανα» σκεφτόταν. Εξάλλου, τώρα είχε πιο σημαντικά προβλήματα. Η μητέρα του, ο μόνος άνθρωπος που του είχε απομείνει, είχε αρρωστήσει σοβαρά. Ένας γιατρός στο δημόσιο νοσοκομείο του είπε ότι μόνο ο υπεύθυνος του τμήματος θα μπορούσε να κάνει κάτι, και συμπλήρωσε με νόημα «αν δεχόταν να αναλάβει την περίπτωση». Το τίμημα ήταν «6.000 ευρώ, επειδή ξέρω ότι δεν είστε πλούσιοι άνθρωποι και σας συμπάθησα». Ο Χ. το μόνο που είχε ήταν 200 ευρώ για να περάσει τις υπόλοιπες δέκα μέρες του μήνα και ήδη ένα όχι ευκαταφρόνητο χρέος. Με καταναλωτικά δάνεια και διακοποδάνεια και μετά από πολλές απορρίψεις κατάφερε να συγκεντρώσει τα μισά. «Λυπάμαι, αλλά υπάρχουν άλλοι ασθενείς με προτεραιότητα, θα δω τι μπορώ να κάνω, αλλά προσπαθήστε λίγο ακόμη και εσείς». Η μητέρα του «έφυγε» μετά από μερικές μέρες.
Ο Χ. περίμενε τον γιατρό στο προαύλιο που ήταν και χώρος στάθμευσης του νοσοκομείου. Τον είδε να βγαίνει κορδωτός, τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, τόσο επιτυχημένος, τόσο αξιοσέβαστος. Έκανε να κινηθεί προς το μέρος του χωρίς να γίνει αντιληπτός όταν είδε ένα μεγάλο αυτοκίνητο να σταματάει κοντά. Οδηγούσε μια γυναίκα, η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και ένα κορίτσι 12 - 13 ετών χαιρέτισε από το πίσω κάθισμα. Αμέσως ο Χ. έκανε πίσω. «Θα σου τα πάρω όλα γιατρέ πριν να σου πάρω τη ζωή, για εσένα δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο ήταν για τον Σ.»
Πέρασαν μερικές εβδομάδες και ο Χ. έμαθε ό,τι χρειαζόταν για τον γιατρό. Πού έμενε, σε ποιο σχολείο πήγαινε το παιδί του, πού δούλευε η γυναίκα του. Ο Χ. φόρεσε τα καλά του ρούχα, για να μην προσελκύσει την υποψία κανενός στο ακριβό προάστιο που θα πήγαινε. Λίγο αργότερα περπατούσε αργά σε έναν ήσυχο δρόμο, κρατώντας και ένα χαρτοφύλακα στο αριστερό χέρι, για να μοιάζει με δικηγόρο που πήγαινε σε κάποια δουλειά. Από την αντίθετη κατεύθυνση την είδε επιτέλους να πλησιάζει, μετά από αρκετές προσπάθειες που είχε κάνει τις προηγούμενες ημέρες.
Το κορίτσι είχε βγει από μια βαριά μεταλλική πόρτα πηγαίνοντας να συναντήσει τις φίλες του. Ο Χ. περπατούσε προς το μέρος του εξετάζοντάς την διακριτικά. Ήταν χαρούμενη και ανέμελη, περιμένοντας να ανταλλάξει κοριτσίστικες κουβέντες με τις φίλες της. Ο Χ. τη φαντάστηκε να ζει σε μια αφθονία που ο πατέρας της έφτιαχνε απομυζώντας ανθρώπους που τύχαινε να βρεθούν στην ανάγκη του, ανθρώπους σαν και αυτόν. Φαντάστηκε τον γιατρό σαν μια μεγάλη αράχνη που έσπευδε να ρουφήξει τους χυμούς από κάθε μικρό έντομο που έπεφτε στον ιστό της. Σίγουρα αυτό το κορίτσι δεν μπορούσε να συλλάβει τίποτε από όλα αυτά και όταν θα μεγάλωνε θα τα εκλογίκευε όλα. Για εκείνη ο πατέρας της ήταν μόνο «ο μπαμπάς», μια ζεστή πατρική φιγούρα που της ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες, ένας «καλός πατέρας».
Ο Χ. κόντευε τώρα να περάσει από δίπλα της, δίστασε, την προσπέρασε, κοντοστάθηκε, γύρισε, «συγγνώμη δεσποινίς, μήπως ξέρετε που είναι η οδός τάδε;», το κορίτσι γύρισε πρόθυμα για να δώσει οδηγίες.
Λίγο αργότερα, ενώ είχε σκοτεινιάσει, έμπαινε κάθιδρος στο σπίτι και έπεφτε στο πάτωμα. Ξέσπασε σε λυγμούς. Σκέφτηκε το χαμόγελό της, σκέφτηκε τη μητέρα του, σκέφτηκε τον γιατρό, σκέφτηκε τον Σ., σκέφτηκε τη ζωή του, η σκέψη του είχε γίνει μια δίνη που ανακάτευε τα πάντα, ένα μίξερ, ανάκατες παραστάσεις από όλη τη ζωή του στροβιλίζονταν ανεξέλεγκτα και τον τραβούσαν σε μια δίνη, σε ένα
μάελστρομ, σε μια σκοτεινή άβυσσο. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο, στάθηκε στον καθρέπτη ακουμπώντας τον νιπτήρα. Είχε αποτύχει, δεν είχε βγάλει το κεφάλι της Μέδουσας από το σάκο του. Είχε ακούσει τις οδηγίες που του είχε δώσει το παιδί, με την ικανοποίηση που έχουν τα παιδιά όταν μπορούν να βοηθήσουν σε κάτι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, είχε χαμογελάσει τσακισμένα και απλώς είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής. Στον καθρέπτη είδε να σχηματίζεται μια φρικιαστική μορφή με βοστρύχους που έμοιαζαν με φίδια. Το χέρι του κινήθηκε μόνο του. Είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που είχε «πετρώσει» τον Σ.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣΛίγο αργότερα, ενώ είχε σκοτεινιάσει, έμπαινε κάθιδρος στο σπίτι και έπεφτε στο πάτωμα. Ξέσπασε σε λυγμούς. Σκέφτηκε το χαμόγελό της, σκέφτηκε τη μητέρα του, σκέφτηκε τον γιατρό, σκέφτηκε τον Σ., σκέφτηκε τη ζωή του, η σκέψη του είχε γίνει μια δίνη που ανακάτευε τα πάντα, ένα μίξερ, ανάκατες παραστάσεις από όλη τη ζωή του στροβιλίζονταν ανεξέλεγκτα και τον τραβούσαν σε μια δίνη, σε ένα
μάελστρομ, σε μια σκοτεινή άβυσσο. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο, στάθηκε στον καθρέπτη ακουμπώντας τον νιπτήρα. Στον καθρέπτη είδε να σχηματίζεται μια φρικιαστική μορφή με βοστρύχους που έμοιαζαν με φίδια. Το χέρι του κινήθηκε μόνο του... ή ίσως απλώς να πέτρωσε από τη φρίκη.
Σημείωση για ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ:
για αυτό το εναλλακτικό τέλος, αγνοήστε την πρόταση «Προσοχή, αν εφαρμόσετε έστω και για μία φορά αυτή την τεχνική, δεν πρέπει να παραλείψετε να την εφαρμόζετε τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο» από την πρώτη παράγραφο.