
Εβασανίζετο μέχρι την καθορισμένη ημέραν της εκτελέσεως ο νεαρός δήμιος της αφηγήσεως αύτης, αν και εις την καρδίαν του ήξερε ότι δεν θα προέβαινε εις την τέλεσιν της καρατομήσεως της κόρης. Η ημέρα έφτασε, το πλήθος εσυγκεντρώθη εις την πλατείαν, οι κάμερες των τηλεοπτικών διαύλων ετοιμάζοντο ίνα μεταδώσουσιν την εικόναν της εκτελέσεων εις τους δέκτας των μη δυνάμενων παρευρεθώσιν. Φορέσας την κουκούλαν ο δήμιος, φέρων τον πέλεκυν ανά χείρας, ανήλθε επί του ικριώματος και η νεαρά οδηγήθη δέσμια έμπροσθέν του. Τα τύμπανα ήχησαν και όλοι εσιώπησαν. Εκείνος, αντί άλλης πράξεως, έσκυψε αργά και αποφασιστικά και, προς κατάπληξιν του αιμοβόρου πλήθους, έλυσε τα δεσμά της κόρης. Εν συνεχεία, εστράφη προς το πλήθος και κατακεραύνωσε αύτο λέγων πόσο άδικος ήτο η θέλησις του, να καρατομηθεί αδύναμος ύπαρξις η οποία είχε πωληθεί υπό του πατρός της και παραδοθεί εις άνθρωπον σκληρόν και ακατάλληλον ίνα γένει σύζυγός της, ύπαρξις η οποία τώρα εθώρει αυτόν με έκπληξιν και ευγνωμοσύνην. Αλλά φευ, το πλήθος, παρακινούμενο και υπό των συγγενών του φονευθέντος, εξηγέρθη, αποδοκιμάζον και καθυβρίζον τον δήμιον και την νεαράν, ήρχισε μάλιστα να κινείται απειλητικώς προς το ικρίωμα.
"Οπίσω ουτιδανοί!" εκραύγασεν ο δήμιος κραδαίνων τον πέλεκυν "άλλως θέλει καρατομήσω υμάς!". Αλλά φευ, επενέβη η φρουρά και ακινητοποίησε τους δύο νέους που ημύνοντο επί του ικριώματος. Μετ' ολίγων ημερών, εκαταδικάσθησαν αμφότεροι εις θανάτωσιν δι' απαγχονισμόν, υπό των φαύλων δικαστών, την στρεβλάν κρίσιν και την έλλειψιν ακεραιότητος των οποίων τόσο θαρραλέα είχε καταγγείλει έργω τε και λόγω ο νεαρός πρώην δήμιος. Ερωτηθείσα η κόρη εάν είχε τελευταίαν επιθυμίαν, εδήλωσε ότι θα ήθελε να απέλθη του μάταιου κόσμου τούτου ως σύζυγος του νεαρού πρώην δημίου, εφόσον βεβαίως ούτως επεθύμη το αυτόν. Ο νέος, δεν θα ήτο πρέπον να αποκαλούμε πλέον αυτόν δήμιον, εδέχθη με χαράν και αντί για δήμιος κατέληξεν μνηστήρ της κόρης. Την καθορισμένη λοιπόν πρωΐαν, αφού επάνδρεψαν απροθύμως τους νέους, απηγχόνισαν αυτούς. Ο ιερεύς, εις το από άμβωνος κήρυγμά του την επομένη Κυριακήν, επροειδοποίησεν τους νέους δια τους κινδύνους που εγκυμονεί η έλξις προς γύναια που δεν γιγνώσκουν ηθικούς φραγμούς, η απήθεια προς τους άρχοντας και η αμφισβήτησις των αποφάσεών των. Κατακεραύνωσεν επίσης την αγνωμοσύνην του νεαρού προς όσους του εξασφάλισαν την αξιοζήλευτον και αξιοσέβαστον θέσιν του δημίου εις το Δημόσιον. Διά πολύν καιρόν πάντως ανευρίσκετο μεγάλος αριθμός ανθέων επί των πτωχών μνημάτων των δύο εκτελεσθέντων και μετά παρέλευσιν πολλών ετών ανηγέρθη εις τη μνήμη των μημείον μέγα. Κάποιοι ημιμαθείς μάλιστα ισχυρίζονται ότι από το περιστατικόν αυτό πρέρχεται η ιδιωματική έκφρασις "αυτοί κρεμάστηκαν" δι' όσους παντρεύονται.