Δευτέρα, Ιουνίου 12, 2006

Γκρικ Χαρακίρι - μέρος 3ο (τελευταίο)

Η μέρα έφτασε. Το πρωί πήγε στο νεκροταφείο. Τα μνήματα κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, σε αυτή την πόλη οι νεκροί συνωστίζονται όσο και οι ζωντανοί. Σε κάθε κηδεία οι πενθούντες σχεδόν έπρεπε να πατούν πάνω στους γειτονικούς τάφους. Ολόγυρα το εμπόριο του θανάτου, ανθοπωλεία, γραφεία κηδειών, εκκλησίες, γιατροί και νοσοκομεία. Σε πουλάνε και σε αγοράζουν ζωντανό, σε πουλάνε και σε αγοράζουν πεθαμένο. Όποτε ερχόταν εδώ, μέχρι να φτάσει στο μνήμα του πατέρα του, πρόσεχε εδώ και εκεί ονόματα και ημερομηνίες, σε ορισμένους τάφους υπήρχαν και φωτογραφίες. Όποτε εντόπιζε τον τάφο κάποιου νέου ή νέας, προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν η ζωή τους λίγο πριν να πεθάνουν, ίσως το τελευταίο Σάββατο. Είχαν βγει άραγε με φίλους, είχαν διασκεδάσει σε πλήρη άγνοια της ειμαρμένης τους; Εκείνος τουλάχιστον ήξερε. "Περίμενε και μένα απόψε βαρκάρη," σκέφτηκε, "το βράδυ θα δειπνήσω στο βασίλειο των σκιών, θα δω την Περσεφόνη και τον Πειρίθου, καρφωμένο στον πέτρινο θρόνο του". "Βασίλειο των σκιών;" σκέφτηκε, "Και αυτό εδώ τι είναι; Το βασίλειο του φωτός;" Γέλασε από μέσα του. Έφτασε μπροστά στο μνήμα του πατέρα του.

Κάθισε για λίγο σιωπηλός. Ακούμπησε με το χέρι του την πλάκα σαν να μπορούσε να νοιώσει το άγγιγμά του. "Και εδώ, πατέρα, στην άκρη σε βάλανε." Δίπλα ήταν ο ψηλός τοίχος και παραδίπλα οι γραμμές του ηλεκτρικού. Κάθε πέντε λεπτά σειόταν ο τόπος. Ούτε εδώ λίγη ησυχία; Ούτε εδώ;! Κάθισε λίγες στιγμές έτσι, θυμήθηκε τα χρόνια τότε που είχε ακόμη ελπίδα μέσα του, τότε που πίστευε ότι ο κόσμος ήταν καλός και δίκαιος και οι κακοί υπήρχαν απλώς για να τιμωρούνται στο τέλος, ως μια απόδειξη του πόσο άψογα λειτουργούσαν όλα, όπως στα έργα και στα κινούμενα σχέδια. Τότε που ήταν παιδί και τον έπιαναν, ένας από κάθε χέρι, ο πατέρας και η μητέρα του. Θυμόταν ακόμη το ζεστό και σίγουρο χέρι του πατέρα και το άρωμα της μητέρας του, αυτή την αίσθηση την ένοιωθε σχεδόν πραγματικά κάθε στιγμή που την ανακαλούσε. Θυμόταν τις προσευχές που έκανε από μέσα του όταν ήταν μικρός, "Θεούλη μου μην του αφήσεις να πεθάνουν, ας πεθάνω πρώτα εγώ…" τι εγωιστικό.

Το απόγευμα, η μητέρα του είχε να επισκεφθεί μια φίλη της. Αυτό τον διευκόλυνε για να πάρει μαζί του το σάκο με το ξίφος χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει σε ερωτήσεις. "Μην ξεχάσεις ότι θα βγω και εγώ, ίσως να αργήσω αρκετά, μην ξενυχτήσεις περιμένοντάς με" της φώναξε καθώς εκείνη έφευγε. "Εντάξει Κωστάκη μου, να περάσεις καλά". Ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του.

Περίμενε λίγο και βγήκε και εκείνος με το σάκο στο χέρι. Περπατούσε προσέχοντας τα πάντα γύρω του, παρέες, ζευγάρια, βιτρίνες, κτίρια, αυτοκίνητα, γέλια… Ξαφνικά ο κόσμος δεν ήταν και τόσο αποκρουστικός, έβρισε από μέσα του, όχι, η απόφασή του ήταν ειλημμένη. Πήρε μια ανάσα περιμένοντας να μυρίσει μόνο καυσαέριο, αλλά είχε φτάσει μέχρι εδώ, μέχρι το κέντρο, μια υποψία θαλασσινής αύρας. Κούνησε το κεφάλι του. Συνέχισε σταθερά το δρόμο του. Κάπου συνάντησε μερικά αδέσποτα σκυλιά, ένα κατάμαυρο σκυλί αποσπάστηκε από την αγέλη και περπάτησε για λίγο δίπλα του. Συνέχισε να ανηφορίζει προς τον Λυκαβηττό. Σε ένα δρομάκι είδε να έρχεται από απέναντι μία από τις ωραιότερες γυναίκες που είχε δει ποτέ του. Φορούσε ένα αέρινο, κοντό φόρεμα, το δέρμα της ήταν λευκό, χωρίς ατέλειες, σαν από πεντελικό μάρμαρο, τα μακριά, πυρόξανθα μαλλιά της στεφάνωναν ένα υπέροχο πρόσωπο με κάπως αυστηρό βλέμμα, ήταν ψηλή, το σώμα της είχε ιδανικές αναλογίες και η κίνησή της είχε μια αβίαστη χάρη, σαν να περπατούσε από επιλογή, ενώ μπορούσε να πετάξει. "Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι θεές", σκέφτηκε κάπως κοινότοπα, "Μα ήταν θεά!" θυμήθηκε πού είχε ξαναδεί αυτά τα χαρακτηριστικά, ένα βιβλίο τέχνης, Μποτιτσέλι! Η γέννηση της Αφροδίτης! Καθώς πλησίαζαν περισσότερο τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της και το κάρφωσε στο βάθος του δρόμου.

Πριν προσπεράσουν ο ένας τον άλλο, εκείνη έστριψε για να διασχίσει το δρόμο και είδε την υπέροχη πλάτη της και την κίνηση των γοφών της. Αισθάνθηκε σαν να είχε βυθίσει ήδη το σπαθί στο στομάχι του. Το αίμα του παλλόταν δυνατότερα στις φλέβες του μετά από αυτή τη συνάντηση, η αδρεναλίνη είχε αυξηθεί στο αίμα του, τελικά ίσως αυτό να τον διευκόλυνε. Άρχισε να ανεβαίνει στο μονοπάτι του Λυκαβηττού. Συναντούσε κόσμο, ζευγάρια, αλλά ήξερε ότι στο μυστικό σημείο του θα ήταν μόνος. Κάποια στιγμή, ενώ δεν τον έβλεπε κανένας, βγήκε από το μονοπάτι, γλίστρησε λίγο προς τα κάτω, έστριψε και βρέθηκε πίσω από κάτι βράχια. Εδώ ήταν αθέατος από όσους περπατούσαν στο μονοπάτι. Κάθισε σε ένα βράχο και έμεινε να κοιτάζει την πόλη που απλωνόταν μπροστά του στα χρώματα του δειλινού.

Η Ακρόπολη στο βάθος ήταν μαγευτική. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και προσπάθησε να αδειάσει από κάθε σκέψη. Αφέθηκε να απολαύσει και την παραμικρή αίσθηση, ήταν ακόμη ζωντανός, σίγουρα δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο; Σίγουρα δεν υπήρχε ελπίδα; Μήπως η απόφασή του δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας παροδικής χημικής ανισορροπίας στον εγκέφαλό του; Μήπως είχε αυτοεγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο αρνητικότητας; Πόσο καλύτερα αισθανόταν τώρα, δεν θα μπορούσε, από αύριο κιόλας, να ξεκινήσει κάτι καλύτερο; Ήταν σίγουρος πως έπρεπε να το κάνει αυτό; Τώρα αισθανόταν δυνατός, η ζωή έμοιαζε πιο εύκολη. Αμέσως μετά όμως σκέφτηκε το γυρισμό του στο σπίτι, το μικρό διαμέρισμα, τη μυρωδιά της πολυκατοικίας, τους δαίμονες που θα τον στοίχειωναν πάλι μέσα σε εκείνους τους τοίχους, τη Δευτέρα που θα έψαχνε για δουλειά, το νοίκι που έπρεπε να πληρωθεί, το ελληνικό όνειρο που είχε απαρνηθεί - θέση στο δημόσιο και κινητό με κάμερα.

Τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος ήταν μαγευτικά, τα οπτικά εφέ της ρύπανσης. Άνοιξε το σάκο του, έβγαλε και έστρωσε στο χώμα μια λευκή πετσέτα και γονάτισε πάνω της, απόθεσε μπροστά του στο σπαθί, μέσα στη θήκη του. Έβγαλε το κοντομάνικο μπλουζάκι, το δίπλωσε σχεδόν τελετουργικά και το έβαλε στο σάκο. Πήρε ένα διπλωμένο λευκό ύφασμα και το έβαλε προσωρινά κάτω από το γόνατό του για να μην παρασυρθεί από κάποιο ξαφνικό φύσημα του αέρα. Έπιασε το σπαθί με τα δύο του χέρια και το κράτησε παράλληλα με το έδαφος, ψηλά, στο ύψος των ματιών του. Τράβηξε το σπαθί έξω από τη θήκη και η λεπίδα άστραψε δαιμονικά. Την τύλιξε προσεκτικά πολλές φορές με το ύφασμα, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο ένα τμήμα μήκους δέκα έως δεκαπέντε εκατοστών στην άκρη της. Έπιασε το σπαθί από το τμήμα της λεπίδας που καλυπτόταν από το ύφασμα και το ακούμπησε στο υπογάστριό του, στην αριστερή πλευρά του, σκοπεύοντας να το καρφώσει εκεί και να το σύρει προς τα δεξιά. Χαμογέλασε, έριξε μια τελευταία ματιά και έκλεισε τα μάτια του. Ένα, δύο…

Ξαφνικά, μία στιγμή πριν να σπρώξει μέσα του τη λεπίδα, αντιλήφθηκε κίνηση σε κάτι θάμνους, στα δεξιά του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να τον βρει κάποιος και να τον μεταφέρει σε κάποιο νοσοκομείο. Προσπάθησε να δει και να ακούσει προσεκτικά. Η παρουσία του μάλλον δεν είχε γίνει αντιληπτή ακόμη, αλλά είδε τους θάμνους να σείονται και άκουσε χυδαίες βρισιές. Πρώτα μια ανδρική φωνή "Έλα δω μωρή πουτάνα! Πού νομίζεις ότι πας να ξεφύγεις;!", μετά μια γυναικεία φωνή "Άσε με! Σε παρακαλώ άσε με! Σε ικετεύω!", ξανά ο άνδρας "Άστα αυτά μωρή! Ξέρω ότι το θέλεις! Έλα δω! Άνοιξε τα σκέλια σου!". Ακολούθησαν πνιχτοί ήχοι πάλης καθώς ο άνδρας μάλλον προσπαθούσε να ακινητοποιήσει το θύμα του.

Αισθάνθηκε να καταλαμβάνεται από οργή, η επιθυμία του να πάρει τη ζωή του μετατράπηκε σε ανθρωποκτόνο μανία. Τίποτα δεν μισούσε περισσότερο από το βιασμό, κάθε μορφής και είδους. Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και ξετύλιξε το ύφασμα από τη λεπίδα του ξίφους. "Θα πάρω παρέα μαζί μου!" σκέφθηκε και όρμησε σαν μανιασμένος κάπρος νοιώθοντας ήδη την οσμή του αίματος στα ρουθούνια του και σφυριά να κτυπάνε στα μηλίγγια του. Τέρμα οι φραγμοί! Τέρμα τα κιγκλιδώματα! Αυτή η λεπίδα διψάει για αίμα!

Όρμησε μέσα στους θάμνους, με το σπαθί στο χέρι, και εκεί, είδε τον άνδρα, που είχε κατεβάσει τα παντελόνια του και φαινόντουσαν τα αισχρά οπίσθιά του, ξαπλωμένο πάνω σε μια γυναίκα που πάλευε μάταια να ξεφύγει. Με τα χέρια του είχε ήδη ανεβάσει ψηλά τη φούστα της και πάλευε να εισχωρήσει μέσα της. Μπροστά σε αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα, ο Κώστας ένοιωσε ένα νέο κύμα οργής. Για μια στιγμή σκέφτηκε να καρφώσει κατευθείαν τη λεπίδα του ανάμεσα σε αυτά τα αισχρά οπίσθια, όπως ο Ούθερ Πέντραγκον είχε καρφώσει κάποτε το ιερό σπαθί εξκάλιμπερ μέσα στο βράχο για να το σύρει από εκεί αργότερα ο γιος του, ο Αρθούρος. Πετάχτηκε μπροστά, αλλά την τελευταία στιγμή, έβαλε απλώς την κοφτερή λεπίδα κάτω από το λαιμό του άνδρα, πιέζοντάς την στην καρωτίδα του.

"Καλησπέρα! Μάντεψε ποιος θα χάσει το κεφάλι του!" ούρλιαξε. Η γυναίκα έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, ο άνδρας προφανώς υπέστη κάποιο σοκ διότι δεν έβγαζε λέξη από το στόμα του. Τον κοιτούσε απλώς με ανοικτό στόμα και γουρλωμένα μάτια, έτσι, όπως στεκόταν από πάνω του, γυμνός από τη μέση και πάνω, με το σπαθί στο χέρι, αναμαλλιασμένος, με τα αγκάθια των θάμνων μέσα από τους οποίους όρμησε να έχουν αφήσει ματωμένες γραμμές πάνω στο σώμα του. Ο Κώστας κοιτούσε αγριεμένος, προσπαθώντας να αποφασίσει πώς θα τιμωρούσε αυτό τον άνδρα, θα ήθελε να του κόψει τα αρχίδια με μια σπαθιά, αλλά αυτό ήταν μάλλον πέρα από τις ικανότητές του, ίσως να αρκούσε απλώς να τον κατακρεουργήσει. "Κυρία μου, εσείς καλύτερα να φύγετε, θα φροντίσω εγώ αυτό το σκουπίδι!" είπε στη γυναίκα με κάποιο στόμφο.

Μετά από λίγες στιγμές, ο άνδρας προσπάθησε μάταια να ψελλίσει κάτι, ο φοβερός βιαστής ήταν τώρα ένα μίζερο, φοβισμένο ανθρωπάκι. Η γυναίκα όρθωσε βιαστικά τον κορμό της και τραβήχτηκε προς τα πίσω χειρονομώντας ικετευτικά και κλαίγοντας. Ήταν αυτή που μίλησε τελικά πρώτη "Όχι! Όχι! Μην τον πειράξεις! Σε παρακαλώ! Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Είναι ο άντρας μου! Είναι το παιχνίδι μας αυτό! Μηηηηη!" Ο Κώστας έμεινε αποσβολωμένος.

Λίγο αργότερα, τους κοιτούσε καθώς απομακρύνονταν αγκαλιασμένοι σφιχτά, σε κατάσταση σοκ ακόμη, παρηγορώντας ο ένας τον άλλο. Έπιασε με το αριστερό χέρι το πρόσωπό του, κρατώντας ακόμη το σπαθί στο δεξί. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Έσπασε το σπαθί στους βράχους, φόρεσε το κοντομάνικο, πήρε το σάκο και άφησε πίσω του το λόφο ενώ είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Παρακάτω, έσχισε την επιστολή και την έριξε σε ένα καλάθι απορριμμάτων. Έκανε να πετάξει και το σάκο σε ένα κάδο, αλλά σκέφθηκε ότι μπορεί να του φαινόταν χρήσιμος. Τελικά, ίσως τρεις -τέσσερις μέρες σε ένα νησί να μην ήταν τόσο άσχημη ιδέα.

Γέλασε, είχε απαλλαγεί τουλάχιστον από τη μίζερη δουλειά του στο υπουργείο! Κοίταξε γύρω του. Το βράδυ της Παρασκευής είναι πάντα τόσο μαγικό, εξάλλου ο βαρκάρης περιμένει πάντα!

ΖΕΥ ΠΑΤΕΡ, ΑΛΛΑ ΣΥ ΡΥΣΑΙ ΥΠ' ΥΕΡΟΣ ΥΙΑΣ ΑΧΑΙΩΝ, ΠΟΙΗΣΟΝ Δ' ΑΙΘΡΗΝ, ΔΟΣ Δ' ΟΦΘΑΛΜΟΙΣΙΝ ΙΔΕΣΘΑΙ· ΕΝ ΔΕ ΦΑΕΙ ΚΑΙ ΟΛΕΣΣΟΝ, ΕΠΕΙ ΝΥ ΤΟΙ ΕΥΑΔΕΝ ΟΥΤΩΣ.[1]
Ιλιάδα (Ρ 645)

[1] Δία πατέρα, απάλλαξε τους γιους των Αχαιών από το σκοτάδι, κάνε να βγει ο ήλιος, άσε τα μάτια μας να δούνε και μέσα στο φως σκότωσέ μας, αφού αυτό σε ευχαριστεί.

19 σχόλια:

cyrus είπε...

...

Gatina είπε...

Όχι, όχι cysusgeo, υπάρχουν λόγια! Ωραίιιο! Χαχαχαχα, νιαρρρρ...

cyrus είπε...

Καλέ -- πού χάθηκες εσύ;

Περαστικός είπε...

Καλησπέραααα

kyrallina είπε...

Είχα από την αρχή μια υποψία ότι θα αλλάξει γνώμη. Τελικά όντως η ζωή είναι ωραία!
Καλό βράδυ.

Ανώνυμος είπε...

Κι εγω ειχα την υποψια πως θα ζουσε στο τέλος,αλλα φοβομουν μηπως τον κάνεις να δειλιάσει την τελευταια στιγμή.Ευτυχώς όχι,δεν εγινε κατι τετοιο.

Η σκηνή που περιγράφεις να στηριζεται στα κάγκελα της προκυμαιας εχει σχέση με κάποια αντιστοιχη ζωγραφιά σου που είχες ανεβάσει παλιότερα;

Περαστικός είπε...

Καλησπέρα Kyrallina, ο ήρωάς μου νομίζω ότι τελικά αποδείχθηκε πιο αισιόδοξος από εμένα, αν και είχε πολύ λιγότερα από ό,τι εγώ και φαίνεται να έχει υποφέρει περισσότερα. Πάντως, εγώ δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας :) Νομίζω ότι αν ήθελα να περάσω ένα μήνυμα με αυτό το διήγημα, αυτό θα ήταν ότι η ζωή είναι σκληρή και τρελή.

Καλησπέρα Regina, πράγματι, ήταν εκείνο το post με τα ροζ ελεφαντάκια στην πιτζάμα (τίτλος Καταιγίδα, Φεβρουάριος). Το είχα βασίσει στη σχετική παράγραφο από αυτό το διήγημα που έγραψα πρώτα. Βασίζεται πάντως σε όνειρο που όντως είχα δει πριν από πολλά, πολλά χρόνια.

cyrus είπε...

Αχ, αυτά τα όνειρα... Σωστές ταινίες είναι, ώρες-ώρες...

(και πολλές φορές με πολύ καλύτερη σκηνοθεσία από τις ταινίες που βλέπουμε στο σινεμά...)

Ανώνυμος είπε...

xaireto. diavazontas tin eleutherotipia tis kiriakis, sas anakalipsa. oraio to diigima sou. i zoi einai endiaferousa. kai zoi simainei na anakalipteis oti sou kanei klik sti psixi kai sto mialo. i zoi einai paidema. poios eipe pos katevikame i anevikame edo gia na pername sinexos oraia; apla stigmes eutixias mporoume na exoume kai makari na tis anagnorizoume... kali sinexeia sti mera...

Περαστικός είπε...

Καλημέρα Cyrusgeo,έχεις δίκιο για τα όνειρα. Απόψε μάλιστα έβλεπα όνειρο όπου βρισκόμουν στην αρχαία Αίγυπτο, με θέμα ένα περιδέραιο από χρυσό και πολύτιμους λίθους :)

Καλημέρα Tzamaria. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Ανώνυμος είπε...

eixe afieroma sta blog. mpika se kapoia pou anefere to arthro kai psaxnotas vrika kai to diko sou. opoios girizei mirizei...xaxa...laiki sofia...
to perastikos mou thimizei to tragoudi tou i.p. passenger!

Lion είπε...

Καλημερα Περαστικε. Η ιστορια ομορφη.

Περιμενω την συνεχεια στην Αιγυπτο ;-)

Περαστικός είπε...

ΟΚ Tzamaria, μάλλον γράφαμε μαζί, τελικά έσβησα την ερώτηση στην οποία μου απαντάς :)

Καλημέρα Oldskipper, επιφυλάσσομαι για περισσότερα ονειρικά post :)

Ανώνυμος είπε...

exoun dimosieusei ta diigimata sou se xarti;

Περαστικός είπε...

Όχι, δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα. Δύο διηγήματα έχω γράψει όλα κι όλα για διαγωνισμούς διηγήματος, το ένα είναι αυτό. Η ειρωνία είναι πως το άλλο, που μου άρεσε λιγότερο, διακρίθηκε (βγήκε 9ο και κέρδισα 30 βιβλιαράκια χε χε).

Ανώνυμος είπε...

isos to internet einai kalitero! etsi kai allos den einai epaggelma gia sena. apla i trella sou... einai pio authormito.

scalidi είπε...

Ουφ! πιάστηκε η ανάσα μου από την αγωνία, αλλά στο τέλος με αποζημίωσες με τα γέλια που πρέπει να συγκρατώ, καθότι είμαι και σε γραφείο και υποτίθεται οτι δουλεύω. Μ' αρεσε πολύ, περαστικέ. Σε κάποια σημεία βρήκα και κάποιες σκέψεις που σίγουρα έχω κάνει κάποια στιγμή. Να 'σαι καλά! Μου έφτιαξες το ανιαρό και γκρίζο απόγευμά μου

Περαστικός είπε...

Ίσως να έχεις δίκιο Tzamaria.

Χαίρομαι Skalidi.

ellinida είπε...

Go on !