Είχε σκοτεινιάσει πια. Προσπάθησε να διακρίνει κάποιο αστέρι στον ουρανό, παντού μια γκρι ομοιομορφία. Σταμάτησε έξω από ένα θερινό κινηματογράφο, έπαιζε το "Χαρακίρι" του Κομπαγιάσι, κλασσική ασπρόμαυρη ταινία εποχής, με σαμουράι, μια ευκαιρία να ξεχάσει για λίγο την οδύνη της ύπαρξής του. Έκοψε εισιτήριο και μπήκε μέσα.
Δωρική λιτότητα στην αφήγηση, υπόθεση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ύβρις και κάθαρση, ουσία, συγκίνηση, μαγεία χωρίς κανένα εφέ. Οι ηθοποιοί σε έκαναν να πιστέψεις ότι ζούσαν τα πάθη τους, χωρίς υπερβολές όπως σε σύγχρονες κινεζικές ταινίες που έχουν επαινέσει οι κριτικοί, με ανθρώπους που πετάνε από δέντρο σε δέντρο και κτυπιούνται με χάρη. Όταν το έργο τελείωσε, η επαναφορά στην πραγματικότητα τον έκανε να πάρει μια απόφαση. Θα έδινε τέλος σε όλα. Δεν είχε καμία όρεξη να συνεχίζει να μασάει αυτή τη μπουκιά που δεν πήγαινε κάτω με τίποτα. Αφού δεν μπορούσε να εξαφανίσει τον κόσμο, θα εξαφάνιζε τον εαυτό του, το ίδιο ήταν. Δεν είχε σημασία ακόμη και αν υπήρχε κάποιο μυστικό νόημα σε όλα αυτά, αυτό που ζούσε τώρα δεν μπορούσε να το ανεχθεί άλλο και αυτό αρκούσε για την απόφασή του.
Πέρασε έξω από τη βιτρίνα ενός καταστήματος με απομιμήσεις παλαιών όπλων. Ένα ιαπωνικό ξίφος κατάνα είχε κεντρική θέση στη βιτρίνα. Χαμογέλασε. Θα έπρεπε να περάσει από εδώ αύριο το πρωί. Η "έξοδός" του, όπως την ονόμασε, θα φρόντιζε να είναι κάτι διαφορετικό. Δεν ήθελε να πάρει χαπάκια ή να ανοίξει τις φλέβες του κάποια στιγμή που θα έλειπε η μητέρα του για να τον βρει αργότερα μέσα στο μίζερο διαμερισματάκι. Σπαθί, ηλιοβασίλεμα, το αγαπημένο του μυστικό σημείο στις πλαγιές του Λυκαβηττού, όπου συνήθιζε να ρεμβάζει στις μοναχικές βόλτες του. Τουλάχιστον σε αυτή, την τελευταία πράξη του, θα ήταν ο απόλυτος κύριος της κατάστασης, όλα θα γίνονταν με τη δική του αισθητική, είχε πλέον ένα σχέδιο και ένα σκοπό. Τον εξέπληξε όταν κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να αισθάνεται καλύτερα, πραγματικά, χαμογελούσε μόνος του, οι περαστικοί που συναντούσε απέφευγαν να περάσουν από κοντά του. Χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά.
Έφτασε αργά στο σπίτι. "Εσύ είσαι Ντίνο μου;" ακούστηκε η φωνή της μητέρας του. "Ναι εγώ είμαι", απήντησε, "μια βόλτα πήγα και κινηματογράφο". Η τηλεόραση ήταν ανοικτή, όπως κάθε βράδυ, διαφημίσεις, ένας γυναικείος κώλος παλλόταν συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια, ένα φανταστικό προϊόν αδυνατίσματος. "Έχει φαγητό στην κουζίνα," είπε η μητέρα του, "εσύ να είσαι καλά Κωστάκη μου και όλα θα πάνε καλά". "Ναι μάνα, όλα θα πάνε καλά, θα αρχίσω να ψάχνω για δουλειά από αύριο". Εκείνη χαμογέλασε με αυτό το χαμόγελο που τον έκανε να θέλει να δακρύσει. Της χάιδεψε το κεφάλι, "Πάω να ξαπλώσω, θα πας αύριο το πρωί στον πατέρα;" "Ναι Ντίνο μου, να ανάψω το καντηλάκι". Έστρεψε βιαστικά το κεφάλι του και απομακρύνθηκε γρήγορα.
Ο πατέρας του είχε "φύγει" χωρίς να προλάβει να πληρωθεί ούτε μία σύνταξη ο ίδιος, δουλειά από τα εφηβικά του χρόνια, μοναδική του χαρά ήταν ο γιος του. Ένας ήσυχος υποχωρητικός άνθρωπος που έκανε όμως το παν για την οικογένειά του, με συγγενείς και φίλους να τον κοροϊδεύουν για την εντιμότητά του, ή τη δειλία του όπως πίστευαν εκείνοι, και ίσως να είχαν δίκιο εν μέρει. Δεν ήταν "μάγκας", δεν ήταν "αϊτός", δεν ήταν "ροκ" από γεννησιμιού του, όπως όλοι οι άλλοι Νεοέλληνες. Πολλές φορές είχε πληγωθεί σαν παιδί βλέποντας άλλους να τσαλακώνουν εκείνο τον άνθρωπο, να του συμπεριφέρονται σαν να ήταν ηλίθιος περιμένοντας από αυτόν να υποχωρεί για να κάνουν αυτοί ό,τι τους βόλευε. Εκείνος όμως καταλάβαινε τι συνέβαινε, ο γιος του είχε μάθει να αντιλαμβάνεται τη σιωπηρή κραυγή "Δεν είμαι ηλίθιος, απλώς δεν σας αντέχω, πάρτε ό,τι θέλετε και φύγετε!", εκείνο το σφίξιμο των μυών του προσώπου, το σφίξιμο της καρδιάς. Τι νόημα είχε αυτή η ζωή; Δεν θα άφηνε να συμβεί αυτό και σε εκείνον. Το βέλος είχε φύγει από το τόξο.
Τη νύκτα είδε ένα όνειρο. Όλα ήταν σκοτεινά γύρω του, ήταν στη μέση μιας καταιγίδας. Ο αέρας έκανε ένα θόρυβο σα μανιασμένος δράκος και εκείνος βρισκόταν στην άκρη μιας πολύ ψηλής προκυμαίας με τον αέρα να τον σπρώχνει προς τη θάλασσα, προς το χάος, ενώ κάτω του έβλεπε μόνο τους αφρούς των κυμάτων. Πάνω του ο ουρανός ήταν μαύρος, αλλά στο βάθος, στον ορίζοντα, υπήρχε μια γκρι-ασημί απόκοσμη λάμψη. Ήταν σε κατάσταση πανικού. Κρατιόταν με τα χέρια του με όση δύναμη είχε από κάτι κιγκλιδώματα πίσω του, μέχρι που ξύπνησε. Το πρώτο του συναίσθημα ήταν απογοήτευση. Μετάνιωσε που δεν αφέθηκε στον αέρα, ήταν σίγουρος πως δεν θα έπεφτε στα κύματα, θα παρασυρόταν σα νάιλον πλαστική σακούλα στις ακτές που βρίσκονταν πέρα από εκείνο τον ορίζοντα.
Το πρωί πέρασε από το κατάστημα με τα ξίφη. Το κατάνα που είχε δει ήταν, φυσικά, ένα αντίγραφο. Ήταν πάντως από ανοξείδωτο χάλυβα, με λιτή μαύρη διακόσμηση και θήκη. Θα έπρεπε να το ακονίσει, σκέφτηκε, καθώς το περιεργαζόταν. Πλήρωσε και έφυγε. Πριν να επιστρέψει στο σπίτι αγόρασε και έναν ταξιδιωτικό σάκο όπου έβαλε μέσα το ξίφος. Εάν τον έβλεπε η μητέρα του καθώς θα έμπαινε στο σπίτι, θα έλεγε ότι σκόπευε να πάει για τρεις - τέσσερις μέρες σε κάποιο νησί, όπως συχνά τον παρότρυνε και εκείνη. Είχε χρόνια να πάει διακοπές, ακόμη και τότε υπέφερε, οι κράχτες, τα άπληστα χαμόγελα των καταστηματαρχών, η χρέωση για τη στρόφιγγα του ντους στην παραλία, γέλασε από μέσα του, το είχε δει και αυτό, η άψογη αισθητική των σπιτιών της ελληνικής επαρχίας, με τις κολώνες να προεξέχουν από πάνω σαν ακρωτηριασμένα μέλη, για να κτιστεί κάποτε το σπίτι-προίκα της κόρης (ή του γιου). Πόσο η ασχήμια καταστρέφει τα πάντα.
Τις επόμενες μέρες έκανε πως έψαχνε για δουλειά. Πράγματι, κοιτούσε αγγελίες και έστελνε βιογραφικά, αλλά αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να ακονίσει το ξίφος όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όταν η μητέρα του έλειπε από το σπίτι. Ήταν καλοφτιαγμένο, το περιεργαζόταν σαν ένα αγαπημένο εργαλείο και κάθε φορά το έκανε πιο κοφτερό με το ακόνι. Ήξερε ότι το σεπούκου, το οποίο ειρωνικά αποκαλείται χαρακίρι, είναι ένας εξαιρετικά επώδυνος και αργός θάνατος. Ωστόσο, αυτό δεν τον πτοούσε, πίστευε ότι άξιζε μια τιμωρία. Στο κάτω - κάτω, πρόδιδε τον εαυτό του, όπως πίστευε ότι έκανε και στα προηγούμενα χρόνια της τριανταδυάχρονης ζωής του. Εάν το πράγμα τραβούσε πολύ, θα έβρισκε κάποιο τρόπο να σπρώξει τη λεπίδα μέσα από το διάφραγμα προς την καρδιά του, ρίχνοντας ίσως το βάρος του πάνω της. Δεν είχε βοηθό όπως οι περισσότεροι σαμουράι, που θα του έκοβε το κεφάλι μετά από την πρώτη τομή.
Τις λίγες μέρες που μεσολάβησαν μέχρι να ετοιμάσει το ξίφος του και να ετοιμαστεί και ο ίδιος έδειχνε χαρούμενος. Η μητέρα του κατάλαβε την αλλαγή. "Μπράβο Κωστάκη μου, έτσι θέλω να σε βλέπω, χαρούμενο." Εκείνος χαμογελούσε συγκρατημένα, έλεγε ότι ήταν αισιόδοξος ότι θα βρει σύντομα δουλειά, αλλά σκεπτόταν τι θα γινόταν η μητέρα του μετά από την "έξοδό" του. Είχε γράψει μια απλή επιστολή που θα έβρισκαν μέσα στο σάκο του όταν θα ανακάλυπταν το σώμα του, έγραφε ότι την αγαπούσε, ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να είχε κάνει για να του αλλάξει απόφαση... αλλά ήξερε ότι ελάχιστη σημασία θα είχαν όλα αυτά για εκείνη.
Το αποφάσισε για το βράδυ της επόμενης Παρασκευής. Ήταν η αγαπημένη του ώρα της εβδομάδας. Η αγαπημένη ώρα κάθε μισθωτού. Το σαββατοκύριακο όλο μπροστά σου, μια ευκαιρία να αισθανθείς ότι δεν είσαι μόνο ένα γρανάζι, απεριόριστες δυνατότητες, που συνήθως μένουν μόνο δυνατότητες, μια αίσθηση ευφορίας στην οποία ακόμη και εκείνος δεν μπορούσε να αντισταθεί. Όλα φαίνονται καλύτερα το βράδυ της Παρασκευής, ακόμη και ο εαυτός σου.
Συνεχίζεται (στο επόμενο το τέλος)
7 σχόλια:
Ανυπομονώ…
"Όλα φαίνονται καλύτερα το βράδυ της Παρασκευής, ακόμη και ο εαυτός σου."
πόσες αλήθειες να κρύβουν άραγε μερικές μικρές απλές προτάσεις :)
περιμένω κι εγώ το τέλος και καλησπέρα
Καλησπέρα και στους δύο.
Για να δούμε τι θα κάνει! Εγώ πάντως θέλω να το μετανιώσει, αλλά φυσικά δεν έχει σημασία τι θέλω εγώ!
χμ...
kyrallina: Eγώ από την άλλη θα ήθελα να κάνει χαρακίρι η μάνα του!
Μ' αρέσουν όλα αυτά τα ηθογραφικά στοιχεία της νεοελληνικής πραγματικότητας που τα σκιαγραφείς με τρόπο που δεν γίνεται κοινότοπος. έχει μια φρεσκάδα. συνεχίζω και για το τέλος
Δημοσίευση σχολίου