"Τι εννοείς παραιτήθηκες;! Κανένας δεν παραιτείται από το Δημόσιο! Ξέρεις πόσες κατουρημένες ποδιές φιλήσαμε για να μπεις εκεί μέσα; Ξέρεις πόσοι θα έκαναν τα πάντα για να βρίσκονται στη θέση σου;"
"Λυπάμαι, αλλά απλά δεν μπορούσα άλλο εκεί μέσα…" απάντησε ψυχρά, με απλανές βλέμμα.
Η μητέρα του έπεσε στην πολυθρόνα κρατώντας το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της "τι θα κάνω… τι θα κάνω… τόσο αγώνα έκανε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου για να σου εξασφαλίσει αυτή τη θέση… πώς θα πληρώνουμε το νοίκι τώρα; Η σύνταξη μόλις που φτάνει… τι θα τρώμε…"
Ήταν Ιούλιος, δύο η ώρα το μεσημέρι, είχε επιστρέψει με τα πόδια από το γραφείο, το πουκάμισο κολλούσε πάνω του και τα χείλη του είχαν σκάσει από τη ζέστη και την υπερένταση. Τη λυπόταν πολύ αυτή την εύθραυστη γυναίκα που τον φρόντιζε συνέχεια, σπάραζε μέσα του, σκεπτόταν τον πατέρα του και ένοιωθε ότι ο αέρας γύρω του ήταν φλεγόμενη κηροζίνη που του έτρωγε τις σάρκες, μακάρι να ήταν, αυτό ήθελε, μισούσε κάθε ανάσα που έμπαινε στα πνευμόνια του, μισούσε τη ζωή. Άρχισε να ουρλιάζει "Εκεί μέσα ήταν βόθρος! Τους μισώ όλους! Κοιλαράδες, διεφθαρμένοι καρεκλοκένταυροι, τύραννοι! Κυράτσες! Τσογλαναράδες και χοντρές πουτάνες! Προτιμούσα να σκοτώσω ή να σκοτωθώ παρά να μείνω εκεί μέσα άλλη μια μέρα!"
Πώς γίνεται να έχεις γεννηθεί σε ένα τόπο, να ζεις συνέχεια σε αυτόν και όμως, να αισθάνεσαι συνέχεια ξένος, εξωγήινος, να μιλάς και να μη σε καταλαβαίνει κανείς, να σου μιλούν και να μην καταλαβαίνεις κανένα. Η μητέρα του συνέχιζε να κλαίει ζαρωμένη στην πολυθρόνα, επαναλαμβάνοντας συνεχώς "γιατί… γιατί… Παναγία μου". Έμεινε ακίνητος να την κοιτάει. Αισθανόταν ότι ήταν μια απογοήτευση για τους γύρω του. Την πρώτη φορά που αισθάνθηκε έτσι ήταν όταν απέτυχε στις πανελλαδικές εξετάσεις, δεν ήταν ότι δεν του άρεσε να διαβάζει, το αντίθετο, αρκεί να μην ήταν τα μαθήματά του, αρκεί να μην ήταν κάτι που του θύμιζε εκείνη τη φυλακή με τα ψηλά κιγκλιδώματα και τη τσιμεντένια αυλή που λεγόταν σχολείο, τους αξύριστους, συμπλεγματικούς, κορτάκηδες καθηγητές των κλαδικών (με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι οι καλές εξαιρέσεις που χαλάνε την εικόνα κάθε επαγγέλματος) και τα τσιράκια τους, τους αγαπημένους τους μαθητές με το μάγκικο ύφος που τον έκαναν κατά καιρούς στόχο των πειραγμάτων τους. Ήταν ήσυχος και ιδανικός για αυτή τη δουλειά, πάντα ένα ξένο σώμα. Από κάπου άρχισε να ακούγεται δυνατά μια κακοφωνία "γιου αρ δι ουάν! Μάι νάμπερ ουάν!".
Αισθάνθηκε για άλλη μια φορά να παγώνει μέσα του, ένοιωσε τις φλέβες στους κροτάφους του να πάλλονται. Γύρισε και είδε το εικονοστάσι με το καντηλάκι που έκαιγε. Μέσα ήταν τα στέφανα των γονιών του. Σήκωσε μια πορσελάνινη κούκλα, από αυτές που αγόραζε η μητέρα του, θαρρείς για να έχει κάτι να ξεσκονίζει, και το εκσφενδόνισε με δύναμη. Ένας θόρυβος και εκατοντάδες θραύσματα σκορπίστηκαν στο πάτωμα, μαζί με μερικά εικονίσματα και τα στέφανα. Το φυτίλι του καντηλιού έσβησε και το λάδι έρεε πάνω στο παρκέ. Έμεινε πετρωμένος. Η μητέρα του σηκώθηκε, ψέλλισε ένα "δεν πειράζει Κωστάκη μου, εσύ να είσαι καλά", γονάτισε στωικά στο πάτωμα και άρχισε να μαζεύει, συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει "γιατί… γιατί… Θεέ μου… γιατί Παναγία μου".
Μόνο καλά δεν ήταν, ένοιωθε κενός και η φωτιά γύρω του φούντωνε. Οι ενοχές τον έπνιγαν, ας είχε βρει τουλάχιστον το θάρρος να βάλει τέρμα σε όλα αυτά νωρίτερα, να μην κάνει και άλλους να υποφέρουν μαζί του… ήξερε βέβαια ότι αν είχε κάνει κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στη μητέρα του… οι ενοχές… όλα οδηγούσαν σε αδιέξοδο, δεν ήλεγχε τίποτα. Αισθανόταν τη ζωή του σαν μια τσίχλα που από καιρό είχε χάσει τη γεύση της, αλλά έπρεπε να συνεχίσει να τη μασάει, ποιος ξέρει για πόσο ακόμη, ή σαν ένα μεγάλο μακροβούτι που τον είχε αφήσει χωρίς αέρα, μια ελεύθερη ανάσα ήθελε μόνο. "Θα βγω έξω" είπε σιγά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ένοιωθε ότι καθώς περπατούσε άφηνε πίσω του ένα μονοπάτι από σταγόνες αίματος.
Η πολυκατοικία μύριζε αποπνικτικά. Κατέβηκε με τη σκάλα. Ακουγόταν τώρα άλλο τραγούδι "…ο τέλειος ο άντρας, ο άντρας ο σωστός, ο πρόστυχος…". Από ένα διαμέρισμα του ισογείου άκουσε δυνατές φωνές σε μια άγνωστή του γλώσσα, δυνατά, χυδαία γέλια και λαρυγγισμούς. Δεν μιλούσε ούτε στους αλλοδαπούς ούτε στους ημεδαπούς κατοίκους της πολυκατοικίας, τους περιφρονούσε όλους. Βγήκε έξω. Από το παράθυρο του υπόγειου διαμερίσματος, ή μάλλον της αποθήκης που ο επιτήδειος ιδιοκτήτης είχε μετατρέψει σε διαμέρισμα και είχε ενοικιάσει σε μια πενταμελή οικογένεια από κάποια ασιατική χώρα, ακουγόταν το κλάμα ενός μωρού που μάλλον υπέφερε από τη ζέστη. Περπάτησε στο στενό, πρόσεξε το θαλασσί πουκάμισό του που ήταν γεμάτο με κηλίδες ιδρώτα. Πρέπει να είχε ελεεινή εμφάνιση, τόσο ελεεινή όσο ήταν και η ψυχολογική του κατάσταση. Σήκωσε τα μάτια του στη στενή λωρίδα ουρανού ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, από τα μπαλκόνια έσταζαν τα νερά των κλιματιστικών. Άκουσε ένα νιαούρισμα στα πόδια του. Ήταν η μικρή γάτα στην οποία συνήθιζε να δίνει σχεδόν κάθε πρωί το σαλάμι από τα σάντουιτς που του έφτιαχνε η μητέρα του για το γραφείο. Στενοχωρήθηκε που δεν είχε κάτι να της προσφέρει. Έκανε να απλώσει το χέρι του να τη χαϊδέψει, αλλά μια παρέα κοριτσιών που πέρασε από δίπλα έκανε το ζώο να τρομάξει και να τρέξει να χωθεί κάτω από ένα αυτοκίνητο.
Περπατούσε στους δρόμους της πόλης χωρίς σκοπό, ο αέρας κυμάτιζε σαν νερό πάνω από την καυτή άσφαλτο. Περνώντας από ένα φανάρι, ένας οδηγός που παραβίασε το κόκκινο και παραλίγο να πέσει πάνω του του πέταξε μια βρισιά καθώς απομακρυνόταν. Τρελάθηκε, άρχισε να τρέχει για να τον προλάβει, αλλά δεν τα κατάφερε. Σήκωσε το βλέμμα του, οι περαστικοί που σίγουρα τον κοιτούσαν πριν, τώρα κοιτούσαν αλλού. Συνέχισε να περπατάει κοιτάζοντας με το ίδιο απλανές βλέμμα που είχαν και οι άλλοι γύρω του. Έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου, κοιτούσε τις βιτρίνες μόνο και μόνο για να έχει κάτι άλλο να σκέπτεται πέρα από τον εαυτό του, αποφασίζοντας για προϊόντα που δεν είχε σκοπό να αγοράσει ποτέ. Ενδιάμεσα έκανε αναδρομή στα προηγούμενα χρόνια της ζωής του, προσπαθώντας να πιάσει το νήμα από τις πρώτες του αναμνήσεις, ξαναζούσε τις δραματικές στιγμές όταν κοντά στα είκοσί του έχασε τον πατέρα του. Πού και πού αισθανόταν να τον ερεθίζει κάποια δυσάρεστη οσμή, από αυτές που είναι τόσο συνηθισμένες στην πόλη το καλοκαίρι.
Συνεχίζεται (αν το βαριέστε, πείτε να το σταματήσω).
14 σχόλια:
Oχι,δεν το βαριόμαστε,συνεχισέ το.Μου αρέσει αυτό το ξέσπασμα.Το εχω νοιώσει.
Οσο για την παραινεση ''αν το βαριέστε ,πείτε μου να το σταματήσω''..χμμ..μηπως πρεπει να τη βάλω κι εγω στο δικό μου;
Είναι εκπληκτικό! Από τα καλύτερα posts που έχω διαβάσει.
Όσο για να το σταματήσεις ...don't even think about it!
Περιμένω ανυπόμονα τη συνέχεια...
Γεια σου Regina, σίγουρα τα δικά σου κείμενα δεν χρειάζονται τέτοια παραίνεση. Διάβασα και την τελευταία συνέχεια του διηγήματός σου, αλλά δεν είχα χρόνο για σχόλιο, εξάλλου το μόνο που θα μπορούσα να γράψω είναι ότι εξακολουθεί να μου αρέσει πολύ :)
Γεια σου Mickey. Ευχαριστώ για την τόσο θερμή ενθάρρυνση.
Όχι, να μη σταματήσεις. Ούτε εσύ, Ρεγγίνα. Ούτε κι εσύ, Μίκυ...
Δεν βαριόμαστε καθόλου! Περιμένουμε την συνέχεια!!!!!!
Του απιστεύτου ! Εχεις ταλέντο και εδώ εκτός της ζωγραφικής .
Καλησπέρα !
:)))
καλησπέρα σας, ευχαριστώ για την ενθάρρυνση (δεν ήθελα και πολύ), επίκειται η συνέχεια λοιπόν.
Nαι, κι εμένα μου αρέσει πολύ η επιστημονική φαντασία: είναι ωραία όλα αυτά τα εντελώς φανταστικά που δεν έχουν ούτε ίχνος σχέσεως με πραγματικές καταστάσεις της ζωής μας...
Μην σταματάς. Θα συμφωνήσω με τον Π, με κάλυψε
Συνέχισε,συνέχισε.
Συνέχισα
εξαιρετικό! αλλά με έκανε να το διαβάσω εκείνη η παρένθεση (αν βαριέστε να σταματήσω)
«[...] Πώς γίνεται να έχεις γεννηθεί σε ένα τόπο, να ζεις συνέχεια σε αυτόν και όμως, να αισθάνεσαι συνέχεια ξένος, εξωγήινος, να μιλάς και να μη σε καταλαβαίνει κανείς, να σου μιλούν και να μην καταλαβαίνεις κανένα [...]»
Πραγματικά αυτή η παράγραφος περιγράφει επακριβώς το πώς νιώθω σε αυτή την χώρα. Να λοιπόν που δεν είμαι και δεν είσαι ο μόνος που έχει αυτά τα αισθήματα.
Ζητώ συγνώμη που άφησα σχόλιο σε ένα τόσο παλιό Post σου, αλλά είμαι στην φάση της εξερεύνησης του blog σου και διαβάζω τα posts ένα-ένα.
:-)
Χαράς το κουράγιο σου, Ναυτίλε :)
Δημοσίευση σχολίου