Κυριακή, Νοεμβρίου 16, 2008

Μνήμες του '73

Έπεσε ξύλο μετά...
..
Βγήκα και σήμερα να κάνω την Κυριακάτικη βόλτα μου και καθώς περνούσα έξω από το Πολυτεχνείο, με την κακοφωνία των μεγαφώνων, με τις αναρίθμητες αφίσες, τα πανό, τις σημαίες, με νεαρές και νεαρούς ανά τρία μέτρα να μου προτείνουν αριστερίστικα έντυπα ή κουπόνια για την ενίσχυση του Κόμματος (ένα είναι το κόμμα που ξέχασε ο χρόνος), αναδύθηκαν κάποιες μνήμες της εποχής, συγκεχυμένα πράγματα, καθώς ήμουν στα έξι τότε. Θυμάμαι περισσότερο μια γενική ατμόσφαιρα που διαμορφωνόταν από τους μεγάλους του σπιτιού, θυμάμαι την ανησυχία για τον θείο μου, απόφοιτο της νομικής που τότε υπηρετούσε στον στρατό, θυμάμαι μια φράση «ο διοικητής τούς είπε να προσέχουν». Θυμάμαι διάχυτο φόβο, αλλά και έξαψη, ελπίδα, προσμονή. Θυμάμαι όμως πιο έντονα μια σκηνή, να έχουμε μαζευτεί όλοι ένα βράδυ μπροστά στην ασπρόμαυρη τηλεόραση και να παρακολουθούμε κάτι φοβισμένα παιδιά και έναν περίεργο τύπο με μαύρα γυαλιά να τους κάνει ερωτήσεις, λέγοντάς τους «να μη φοβούνται». Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει κάτι σαν «τα έκαψε τα παιδιά». Αυτά θυμάμαι περίπου από εκείνο τον Νοέμβριο.

Μερικά χρόνια αργότερα, στον ενθουσιασμό της μεταπολίτευσης, θυμάμαι να επισκέπτομαι το πολυτεχνείο και να βλέπω διάφορα εκθέματα που, αργότερα, έχοντας αποκτήσει γνώσεις, κατάλαβα ότι κάποια ήταν σχετικά και κάποια άσχετα. Τελευταία φορά που επισκέφτηκα το Πολυτεχνείο πρέπει να ήταν ή στο τέλος της δεκαετίας του 70 ή στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Από τότε που απέκτησα δική μου πολιτική συνείδηση, ένοιωσα εντελώς ξένος με αυτό τον εορτασμό, ξένος προς την ιδεολογία που αντιπροσώπευε, ξένος προς αυτή την ανούσια πορεία της κακομοιριάς που για κάποιο λόγο μου θυμίζει περιοδική τελετουργική παρέλαση δήλωσης υποταγής ενός λαού μπροστά από τον έπαρχο του «προστάτη» του - το ακριβώς αντίθετο από ό,τι υποτίθεται ότι είναι - και ξένος προς την εν γένει αισθητική του πράγματος. Κράτησα όμως δικό μου τον θαυμασμό για το θάρρος κάποιων ανθρώπων να σταθούν σε ένα μέρος και να πουν όχι στην πάνοπλη τυραννία, κράτησα εκείνη την ελπίδα μέσα στο σκοτάδι ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, κράτησα και την απέχθεια για τη φράση που ακούω να λένε μερικοί πότε - πότε, ότι «μια χούντα μας χρειάζεται». Δεν μπορώ βλέπετε να ξεχάσω εκείνο τον φόβο, εκείνη τη σκοτεινιά της ψυχής που περνούσε ακόμη και στα παιδιά, περισσότερο από τα πρόσωπα και τις ανάσες των μεγάλων και λιγότερο από τα λόγια που δεν καταλάβαιναν.

Νομίζω, τελικά, ότι μόνο μία φορά γιορτάστηκε σωστά το Πολυτεχνείο, εκείνον τον Νοέμβριο του '73.

Διαβάστε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, που θα σας προβληματίσει, στο καλό μπλογκ του Δόκτορα.
.
Υ.Γ. Δεν αρκεί να μην τρως ξύλο για να λες ότι ζεις σε δημοκρατία. Εξάλλου, και τότε, κανένας δεν έδερνε τους φιλήσυχους.

5 σχόλια:

Ναυτίλος είπε...

Το υστερόγραφο είναι όλα τα λευτά φίλε Περαστικέ!! ;-)

Περαστικός είπε...

Καλησπέρα, Ναυτίλε :)

librarian είπε...

Ομολογώ ότι το βιντεάκι με τον Μαστοράκη με εξέπληξε.
Πόσα πράγματα υπάρχουν στο youtube...
Θα συμφωνήσω για το υστερόγραφο και θα αφήσω κι εγώ την καλησπέρα μου :-)

Locus Publicus είπε...

Την ίδια εποχή φίλε Περαστικέ, παιδί και εγώ, θυμάμαι την ακριβώς ίδια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Τους συγγενείς που συζητούσαν στο σπίτι για τις συλλήψεις στην Άθήνα. Στην επαρχία, τα νέα ερχόνταν παραμορφωμένα, κανείς δεν είχε σαφή εικόνα του τί γινόταν. Στην ουσία, η δικτατορία δεν ενοχλούσε καθόλου τους επαρχιώτες. Ηταν τόση η πνευματική και πολιτική απάθεια, που ο καθένας έκανε τα πάντα για να επιβιώσει.

Πάντα θα μου μείνει σαν απορία, γιατί ο Μαστοράκης έκανε εκείνη την εκπομπή.

Περαστικός είπε...

Αν δεν το γνώριζες, Librarian, είσαι πολύ νέα :), ήλπιζα βέβαια να το έβρισκα ολόκληρο, αλλά δεν τα κατάφερα, μπορεί όμως να υπάρχει κάπου.

Locuspublicus, μια ερμηνεία είναι ότι συνειδητά έπαιζε το παιχνίδι της δικτατορίας, δεν ξέρω αν μπορεί να πει κάποιος ότι ξεγελάστηκε ή ξεγέλασε τον εαυτό του νομίζοντας ότι κάτι άλλαζε, ότι έκανε κάτι σημαντικό, τέτοια λάθη όμως δείχνουν τραγική ρηχότητα και ανωριμότητα. Οι απλοί θεατές εκείνης της εκπομπής δεν ξεγελάστηκαν, πώς μπορούσε να ξεγελαστεί αυτός;